Το Νιοτριτον - Αναστάσιμος Επίλογος

   Είναι γνωστό ότι η περιφορά της Αναστάσεως κατά το Πάσχα γίνεται μετά τη δεύτερη Ανάσταση και ότι οι μέρες της Διακαινησίμου λέγονται Δευτέρα του Πάσχα, Τρίτη του Πάσχα ή της Λαμπρής. Στην Κάτω Παναγιά γίνονταν η περιφορά την Τρίτη του Πάσχα και λεγόνταν η μέρα αυτή ΝΙΟΤΡΙΤΟ (Νέα Τρίτη) σε αντίθεση προς την παλιά, την αποφράδα Τρίτη 29 Μαϊου 1453 που έπεσε η Πόλη και δουλώθηκε το Έθνος. Και γινόταν η περιφορά κατά τον εξής τρόπο. Το πρωί της Τρίτης του Πάσχα χτυπούσαν χαρμόσυνα οι καμπάνες των εκκλησιών. Οι ιερείς ντυμένοι τα ιερατικά τους άμφια ήταν έτοιμοι για τη λειτουργία.
   Οι προσελθούντες ενορίτες ξεκρεμούσαν ή κατέβαζαν τις εικόνες και ευλογήσαντος του ιερέως άρχιζε αμέσως η λιτανεία στους δρόμους της πόλεως, προπορευομένων των εξαπτερύγων, των λαμπάδων, των εικόνων και της Αναστάσεως και ακολουθούσε ο κλήρος, οι ψάλτες, οι επίτροποι και το εκκλησίασμα, το οποίο σιγά σιγά πύκνωνε, γιατί ο καθένας περίμενε στο σπίτι και με το πέρασμα της λιτανείας και αφού έριχνε μερικούς πυροβολισμούς ακολουθούσε έπειτα. Το ίδιο και οι γυναίκες οι οποίες περίμεναν με θυμιατά την Ανάσταση και αφού θυμίαζαν ακολουθούσαν μαζί. Κατά αυτό τον τρόπο ο Αναστάσιμος κανόνας ψαλλόταν στους δρόμους έτσι όταν επανερχόμενοι στην Εκκλησία άρχιζαν αμέσως τη λειτουργία. Είχε και αυτό συμβολική σημασία. Ήθελαν δηλαδή να εξαγνίσουν την αποφράδα Τρίτη με λιτανίες και να έλθει μαζί με το θρησκευτικό Πάσχα και το Εθνικό Πάσχα με μια νέα Τρίτη.

Τα τραγούδια της Κάτω Παναγιάς - Ενδυμασίες

   Η Κάτω Παναγιά έχει δικούς της παραδοσιακούς χωρούς.Οι χοροί είναι «αντικριστοί» σε ρυθμό 9/8 συνήθως συρτοί, μπάλλοι, ζεϊμπέκικοι, χασάπικοι, χοροί που χορεύονται γενικά σʼ όλα μας τα νησιά. Χαρακτηριστικό είναι πως, οι χορευτές, ειδικώς δε οι γυναίκες, σπάζουν τον κύκλο, κάνουν χορευτικά σχέδια και διά μιάς στέκονται ακίνητοι, ούτως ώστε οι θεατές να τους προσέξουν.Οι χοροί αυτοί χορεύονται μαζί με παραδοσιακές ενδυμασίες κάθε 15 Αυγούστου ,ανήμερα της ονομαστικής εορτής του χωριού.


Τα τραγούδια του χωριου ειναι:

1.Άιντε όπλες

2.Αλατσατιανή

3.Κέρνα μας κόρη κέρνα μας

4.Μελαχρινό μου πρόσωπο

5.Όλοι στην Κάτω Παναγιά

6.Ποιος ήταν ο προξενητής

7.Τα μάτια σου τα ολόμαυρα

8.Τα παλαιά μου βάσανα

9.Έχε γεια, Παναγιά

10.Αντρικός αντικρυστός
 
 
Ενδυμασίες

   Οι παραδοσιακές ανδρικές ενδυμασίες, είναι οι γνωστές νησιώτικες μαύρες βράκες με μαύρο καλπάκι και με μαύρες γκέτες κεντημένες με μαύρα σιρίτια. Οι γυναικείες φορεσιές είναι φούστα, με μπλούζα και ποδιά, κεντημένες σε μοντέρνα χρώματα και με σταυροβελονιά στο κάτω μέρος.Το γυλέκο ειναι μεταξωτό και κεντητό στο χέρι φυσικά, με παλιά κρητομυκηναϊκά μοτίβα. Τέλος, η φούστα είναι μαύρη, πλισσέ και μακριά ως τον αστράγαλο.
 
 

ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

Η Kυρία Γεωργία αφηγείται:
"Ήμουν μικρή όταν ήρθα εδώ,δεν θυμάμαι τι γινόταν στην πατρίδα (Μικρά Ασία) θυμάμαι όμως ότι τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ δεν έκλεινε η εκκλησιά καθόλου. Εμείς πάντα τους νεκρούς τους λέγαμε μοιρολόγια και τους ξημερώναμε μέσα στα σπίτια τους και επειδή Μεγάλη Πέμπτη ο Χριστός είναι νεκρός, τον ξημερώνουμε. Ήταν ένα έθιμο που κρατήσαμε από την πατρίδα. Όλες οι μεγάλες γυναίκες οι πατριώτισσες λέγανε το μοιρολόι. Κάθε χρόνο το κάνουμε και πηγαίνω κι εγώ. Δεν σου ’ρχεται να πέσεις να κοιμηθείς όταν νιώθεις μια εκκλησία και γειτόνισσα μάλιστα να ’ναι ανοιχτή, όταν νιώθεις το Χριστό σταυρωμένο και να κάθονται όλοι να λένε. Εμείς έτσι το βρήκαμε και το τηρούμε. Μένει ως το πρωί η εκκλησιά ανοιχτή και λέμε το μοιρολόι που μάθαμε από τις γιαγιάδες μας.
«...Γιε μου και πού ‘ν’ τα κάλλη σου και πού ειν’ η ομορφιά σου, πού ’ναι τα μάτια τα γλυκά που έβλεπα εμπρός μου……και τώρα, γιε μου, σ’ έχασα που ’γινες παλικάρι πού σ’ έχανα, πού σ’ έβρισκα, μέσα στις μαντζουράνεςκαι τώρα, γιε μου, σ’ έβρισκα μέσα σε δυο ληστάδες...»
Εμείς όλα μας τα έθιμα τα φέραμε εδώ.Όλη τη Σαρακοστή οι γιαγιάδες καθόταν μέσα στο σπίτι και λέγανε αυτό το μοιρολόι,εκείνο τον καιρό γυρίζαμε παιδάκια και μαζεύαμε βιολίτσες, λουλουδάκια, περνούσαμε σε κλωστίτσες πασχαλιές και ήμαστε όλες οι προσφυγίτσες κοπελίτσες και στολίζαμε τον Επιτάφιο και γινόταν ένας Επιτάφιος τέλειος. Τώρα όλη τη νύχτα τον στολίζουνε και το πρωί είναι έτοιμος."


Μαρτυρία μοναχής μικρασιάτισσας από την Κάτω Παναγιά:
“Όταν είδαμε τους Τούρκους λωλαθήκαμε. Αυτοί μας φωνάζανε: να πάτε στον Κωνσταντή σας (Βασιλειά).
Τότε ούτε μας σφάζανε, ούτε μας χτυπούσαν. Μόνο μας διώχτανε και έτσι πήγαμε στη Χίο. Αφήκαμε τις περιουσίες μας, τα χώματά μας, πήραμε ένα μπογαλάκι κι εφύγαμε.
Στο 1919 έγινε ο πόλεμος της Μικράς Ασίας και μας επιτρέψανε να γυρίσουμε πίσω στα σπίτια μας. Δεν τα είχανε πειράξει ούτε τα είχανε λεηλατήσει. Ο πόλεμος συνεχιζόταν.
Στο 1922 μας διώξανε από τον τόπο μας, τότε κσφάζανε,καίγανε, χτυπούσανε, παίρνανε κορίτσια. Μέσα στην Κάτω Πανγιά έσφαξαν 800 άτομα. Τους άντρες τους πήρανε αιχμαλώτους στα βάθη της Ανατολής και τα γυναικόπαιδα τα στέλνανε στη Χίο. Μεγάλη κατααστροφή, φοβερός πόνος που χαράκτηκε στις ψυχές μας. Τρεις ιερείς, πρόσκοποι, δάσκαλοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Και ο Τούρκος κάλπαζε ανεμίζοντας τη χαντζάρα του και στο πέρασμά του δεν άφηνε όρθιο κεφάλι χριστιανικό.
Φύγανε και πήγανε στη Χίο. Διαφύγανε με καϊκια. Ήταν πολλά άτομα. Όσους χωρούσαν τα καϊκια τους βάζανε μέσα. Περάσαν πολύ δύσκολη ζωή, γιατί όπου πήγαιναν τους διώχνανε, τους έλεγαν "Τουρκοσπορίτες...να βούλιαζε το καράβι που σας έφερνε"
Πηγαίνανε στη Χίο τους στέλνανε Μυτιλήνη, πηγαίνανε εκεί τους στέλνανε Πειραιά. Τα παιδιά πεθαίνανε στο δρόμο από την πείνα. Ο κόσμος διασκορπίστηκε, όπου μπορούσε ο καθένας. Έτσι φτιάξανε χωριά χωρίς τη βοήθεια των υπόλοιπων Ελλήνων.
Ο καθένας πήρε τον δρόμο του.
Άλλοι μείνανε στη κοντινή Χίο και εγκαταστάθηκαν οριστικά σ΄αυτήν και την είπαν δεύτερη πατρίδα. Άλλοι πήγαν στην Αθήνα και στον Πειραιά και λίγοι στην υπόλοιπη χώρα. Όσοι ήξεραν να καλλιεργούν τη γη τους δόθηκε κλήρος στο βορειοδυτικό άκρο της Πελοποννήσου, στην Κυλλήνη
Εκεί δημιουργήθηκε μια μικρή αγροτική κοινώτητα με το όνομα Κάτω Παναγιά Ηλείας.
Μαζί τους οι πρόσφυγες φέρανε ό,τι μπορούσαν από τον τόπο τους και κυρίως τη θρησκεία τους, τα ήθη τους και τα έθιμά τους, τον πολιτισμό τους.Οι ντόπιοι ήταν πιο καθυστερημένοι κοινωνικά, γι΄αυτό και ξενίζονταν μερικές φορές από αυτά που για πρώτη φορά έβλεπαν στους νιόφερτους. Για παράγειγμα των Φώτων, όταν οι πρόσφυγες να ρίξουν το σταυρό στη θάλασσα με τα λάβαρα, παραξενεμένοι τους φώναζαν "Τουρκλάδες τί είναι αυτά που κρατάτε;"
Οι αναμνήσεις, μας ηκαίγανε, όπως καταστράφηκε η Σμύρνη. Μέχρι τώρα μας μείνανε έντονες και για τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς μας επώδυνες. Ελπίδα επιστροφής δεν υπήρχε. Όταν έιδαμε εκείνο το σφαγμό κι εκείνη την καταστροφή ηχωνέψαμε ότι χάσαμε πατρίδα, σπίτια, ζωές.
Αρχινήσαμε λοιπόν να βλέπουμε μπροστά, και να προσπαθούμε να επιβιώσουμε. Και τώρα που επιτρέπουνε να πηγαίνουμε στην Τουρκία, πααίνουμε και βλέπουμε τα σπίτια μας και είναι η γης χώμα. Τίποτα δεν υπάρχει...
-Γιατί να καταστρέψουνε τα πάντα;
-Αφου θα απομείνουνε δικά τους, γιατί να τα κάψουνε;
-Γιατί να ρίξουνε τις εκκλησίες;
-Τόσο όμορφα έπιπλα γιατί να καταστραφούνε;
-Η εκκλησία μας δεν υπάρχει πουθενά. Την είχε χτίσει ο Χαλεπάς.”


Ο Γεώργιος Καμένος θυμάται:
"Όταν ήρθαμε από την Μ.Ασία βρήκαμε το μοναστήρι πολύ πλούσιο. Τα χτήματά του ήτανε ζηλευτά. Επειδή όταν ήρθαμε δεν είχε χτιστεί ακόμη προσφυγικός συνοικισμός πολλές οικογένειες μείνανε στην Κυλλήνη και εικοσιτέσσερις μαζί με την δικιά μου και του Παγιαυλά και των Μηνιωταίων μείναμε στο μοναστήρι. Εκεί βλέπαμε τις μεγάλες βαρέλες στα κελάρια, το ελαιοτριβείο τους σταύλους. Οι καλόγεροι και ο ηγούμενος Κύριλλος ήταν πολύ φιλόξενοι. Κάθε γιορτή, μέχρι που φύγαμε για το νέο χωριό, την Κάτω Παναγιά, σφάζανε ζωντανά και μας τα μοιράζανε."


Ο Περικλής Παπαχατζηδάκης μας περιγράφει το χωριό και την ιστορία του:
“Μια φορά κι ένα καιρό, είχαμε κι εμείς πατρίδα την Ιωνία κι ένα χωριό, ένα όμορφο χωριό, που το δρόσιζαν πνοές Μικρασιατικών βουνών και που το χαϊδεύανε τα γαλάζια κύματα του Αιγαίου. Ήταν χτισμένο, στο πιο δυτικό σημείο της Ασίας. Έτσι έγραφε μια μαρμαρένια πλάκα, χτισμένη στο εκκλησάκι του Χριστού στα Γκρεμνά, στον Άσπρο Κάβο:“Εδώ τελειώνει η Ασία κι απ’ εδώ αρχίζει η Ανατολή”...Το χωριό αυτό, είχε κάτι το ξεχωριστό: Σ’ όλα τα χρόνια της σκλαβιάς (Φράγκικης και Τούρκικης) έμεινε μόνο του κλεισμένο στον εαυτό του κι έτσι παρέμεινε γνήσιο ελληνικό και χριστιανικό, από τα βάθη των αιώνων. Οι μόνοι δυνάστες που έβλεπε το χωριό, ήταν οι φοροεισπράχτορες, ένας λιμενάρχης, ένας τελώνης, ένας αστυνομικός και καμιά δεκαριά υπάλληλοι. Όμως όλοι τους, κάθε βράδυ έφευγαν και πήγαιναν στη γειτονική παράλια πόλη που είχαν τα σπίτια τους...Στο αντίκρυ βουνό, το εκκλησάκι των Ταξιαρχών και παρακάτω το δροσερό νεράκι της πηγής. Πιο πέρα, η αμπέλα και το δασάκι, οι ελιές. Απ΄εδώ ξεκινά το χωριό. Σπίτια με αετώματα, με σταυρούς στις “στεωσιές” και μύτη-μύτη, μπουκάλια στερεωμένα με ασβέστη και γεμάτα αγιασμό. Προς τα ψηλώματα του χωριού ξεχωρίζει ένα μεγάλο κτίριο, η εκκλησία του χωριού, η Παναγία. Μια περίφημη τρίκλιτη βασιλική κι ένα καμπαναριό, από μίμηση του ίδιου της Αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη.Από την άλλη πλευρά, βρίσκουμε τους μύλους. Πέντε μαζεμένοι στη σειρά....”


Τα παιδιά του Αντώνη και της Κων/νας Πικριδά θυμούνται από τις αφηγήσεις του πατέρα τους:
“Είχαμε αμπέλια πολλά γύρω από το σπίτι. Είχαμε και συκιές. Πολλές συκιές. Ο παππούς σας ξέραινε τα σύκα και τα έβαζε σειρές-σειρές μέσα σε ένα βαρέλι. Κι εμείς μικρά, τότε, μπαίναμε μέσα στο βαρέλι και τρώγαμε τα σύκα...Πηδούσε μέσα ο Αλέκος, ο μικρότερος αδελφός μου. Δύο έτρωγε, ένα μου πέταγε έξω κι εμένα.” “Αυτά διηγόταν ο πατέρας μου και τα μάτια του έλαμπαν από νοσταλγία καθώς αναπολούσε εκείνα τα ευτυχισμένα χρόνια.” [...] “Κι ήρθε εκείνη η μαύρη μέρα, του ξεριζωμού. Ήταν όλοι μαζεμένοι στην εκκλησιά της Κάτω Παναγιάς. Οι Τούρκοι φώναξαν να βγούν τα γυναικόπαιδα. Βγήκε και η γιαγιά με οκτώ παιδιά. Ο παππούς έμεινε πίσω με τους άλλους άνδρες. Φτάσαμε στο λιμάνι. Έτρεχαν όλοι στα καίκια. Μπήκε και η μάνα ψάχνοντας τα παιδιά της, τη Γαρουφαλίτσα, τη Μαρία, τη Σταματία, το Γιώργο, τον Αλέκο. Ήμουν τότε 15 χρονών, μα ήμουν μικροκαμωμένος. Με σήκωσε ο Τούρκος ψηλά, με κοίταξε καλά κι ύστερα μου ‘δωσε μία και με πέταξε δίπλα στη μάνα, στο καίκι. Δεν του γέμισα το μάτι για 15άρης αλλιώς θα με κράταγε και μένα με τους “άντρες”. Εκείνους δεν τους είδε ποτέ κανείς πια. Μόνο τη φωτιά είδαν και τους καπνούς από την εκκλησία που καιγόταν. Έτσι, βρέθηκα στην Αθήνα 15 χρονών προστάτης μιας ολόκληρης οικογένειας.” Αναθυμάται ο πατέρας και ένα δάκρυ κυλά.”


Ο Κωνσταντίνος Σκορδαλιός αφηγείται:
"Ήρθαμε εδώ μερικά χρόνια μετα το 22. Αφού μείναμε λίγο στη Χίο η κυβέρνηση μας έστειλε σ'αυτήν την περιοχή. Τότε, το μοναστήρι της Βλαχέρενας ήταν ακόμα στα πλούτη του. Είχε όλα τα χωράφια από το Νεοχώρι ως τα ντόπια χτήματα των Κυλληναίων. Είχε σταύλους του γύρω στα 100 αγελάδια, 300 πρόβατα και άλλα τόσα γίδια. Είχε περιβόλι,λιοστάσια, απ'όπου έβγαζε κάπου 500 οκάδες λάδι. Είχε ελαιοτριβείο μέσα στην αυλή του,όπως μπαίνουμε δεξιά. Το εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου, στην παραλία του Νεοχωρίου είναι μετόχη της Μονής. Εδω πιο πάνω απ'το χωριό, στην περιοχή "Μπουνάρι" είναι μια πηγή τώρα στερεμένη. Εκεί είχαν τις μεγάλες ποτίστρες για τα ζωντανά. Το κράτος τότε απαλλοτρίωσε τα περισσότερα χτήματα και τα μοίρασε σε εμάς τους πρόσφυγες."


Η Φιλιώ Χαϊδεμένου που έχει ζήσει έναν ολόκληρο αιώνα υποστηρίζει οτι:
“ Η Μικρασιατική καταστροφή δεν είναι η μεγαλύτερη του αιώνα μας, αλλά η μεγαλύτερη των αιώνων, διότι τέτοια καταστροφή, μαζική σφαγή, φωτιά και καταστροφή, εγώ τουλάχιστον που διάβαζα από παιδί και παρακολουθούσα, δεν έχει γίνει. Έχουν γίνει πολλές καταστροφές στους αιώνες, όμως τόσο μαζική καταστροφή, πολλών ατόμων μαζί, δεν έχει γίνει, ούτε και με τέτοιο τρόπο που έγινε η καταστροφή αυτή η δική μας, η μικρασιατική καταστροφή.“

Σμύρνη, λίγες ώρες πριν την καταστροφή: 
«Τώρα τι 'τανε αυτό π' αντίκριζα; Μια νεκρή πολιτεία. Τα μαγαζιά και τα κέντρα κλειδωμένα με διπλό λουκέτο. Τα σπίτια βουβά σαν ακατοίκητα. Γέλιο δεν άκουγες, παιδί δεν έβλεπες να παίζει στο δρόμο. Καραβάνια θλιβερά σερνόντανε στα σοκάκια σαν μια σειρά κάμπιες. Κορμιά κυρτωμένα, πρόσωπα χολιασμένα χαλκοπράσινα, χείλη ξερά, ασπρισμένα. Ήτανε οι πρόσφυγες που φτάνανε απ' το εσωτερικό. Σέρνανε μαζί με τους μπόγους, τσομπλέκια, μπαούλα, κονίσματα, φορεία μ' αρρώστους, κατσίκες, κότες, σκύλους. Οι εκκλησίες, οι στρατώνες, τα σκολειά, οι αποθήκες, οι φάμπρικες, όλα γέμισαν πρόσφυγες, βελόνι να 'ριχνες δε θα ‘πεφτε.»«Το άλλο πρωί μας ξυπνήσανε χλιμιντρίσματα και καλπασμός αλόγων. Πεταχτήκαμε μεμιάς ορθοί κι ανοίξαμε τα μάτια μας. Το τουρκικό ιππικό περνούσε καμαρωτό από την παραλία. Κανείς δεν έβγαλε τσιμουδιά. Και τα μωρά κερώσανε. Μόνο μια πολύ ψιλή παιδική φωνούλα ρώτηξε:
-Τι θα μας κάνουνε οι Τούρκοι;
Τι. θα μας κάνουνε: Αυτή 'ταν ολουνών η αγωνία, μα κανείς δεν την ξεστόμιζε. [...] Σε λίγο ακούστηκε τελάλης.
-Μπρε σεις τι λέει;
-Λέει, να βγει ο κόσμος και να πάει στις δουλειές του δίχως να φοβάται, κανένας δε θα κακοπάθει...
Ξάφνου, μέσα στη γενική χαρά, ακούστηκε μια φωνή κι ύστερα πολλές μαζί:
-Φωτιά!
-Φωτιά!
-Βαλαν φωτιά στη Σμύρνη!
Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό, χοροπηδηχτές.[...] Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύννεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το 'να με τ' άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνησε να τρέχει απ' όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
-Σφαγή! Σφαγή!
-Παναγιά, βοήθα!
-Προφτάστε
-Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε· να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
-Τούρκοι!
-Τσέτες!
-Μας σφάζουνε!
-Έλεος!
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν να 'ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων'.[...]
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές [...]
Η φωτιά όλη τη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θρυμματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά, ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια, εργοστάσια, σκολειά. νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων, εξαφανίζουνται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.
-Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας!
-Γκρέμισε η Σμύρνη μας!
-Γκρέμισε η ζωή μας!»
Έτσι, η Σμύρνη καταστράφηκε και οι Έλληνες σφάχτηκαν από τους Τούρκους με την ανοχή των Μεγάλων Δυνάμεων, της Αντάντ, των συμμάχων της Ελλάδας... «Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι της Αντάντ ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ' αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!»
Την επόμενη μέρα τις μαούνες επισκέφθηκε ένας Άγγλος αξιωματικός. Υποσχέθηκε στους Έλληνες ότι θα τους βοηθήσει να φύγουν μακριά από τον τόπο της καταστροφής, να σωθούν... Παρά τις υποσχέσεις του, όμως το άλλο πρωί τούρκικα ρυμουλκά τράβηξαν τις μαούνες στη στεριά. Οι Έλληνες, οι οποίοι ακόμη περίμεναν τη βοήθεια των συμμάχων τους, φοβήθηκαν, τρομοκρατήθηκαν, πανικοβλήθηκαν... «Οι μάνες ψάχνανε για τα παιδιά τους, τ' αγκαλιάζανε και σπαράζανε. Τα παιδιά λες και τα 'πιασε παροξυσμός. Τρέμανε, τσιρίζανε. Οι άντρες τρέχανε άσκοπα εδώ κι εκεί. Λύνανε και δένανε μπόγους, πασχίζανε να σκεφτούνε.
-Μας προδώσανε!
-Μας ξεπουλήσανε!
-Π' ανάθεμα τους!
-Ναύαρχε! Τι κάνεις;
-Ναύαρχε! Σώσε μας!
-Για όνομα του Χριστού! Μη μας αφήστε! Έχουμε μωρά μαζί μας! Έχουμε γερόντους, κορίτσια!
-Είστε υπεύθυνοι!
-Ναύαρχε! Ναύαρχεεεε!
Τα τούρκικα ρυμουλκά συνεχίζανε το δρόμο τους. Τότε, μέσα στον πανικό που ξέσπασε, χιλιάδες άνθρωποι πέσανε στη θάλασσα κοπαδιαστά! Μαύρισε το νερό. [...]
Τρία μερόνυχτα μας κρατήσανε οι Τούρκοι στις μαούνες και τα τρία μερόνυχτα δε σταματήσαμε να παίζουμε με το θάνατο ένα φοβερό κρυφτούλι. [...]
Την τέταρτη ήρθε ένας αξιωματικός και είπε:
-Ν' αδειάστε τις μαούνες. Τραβάτε στη στεριά!
Τρέξαμε να φύγουμε. Πιστεύαμε πως κάθε μετακίνηση έκρυβε κάποιαν ελπίδα.
-Στο νεκροταφείο! Πάμε στο νεκροταφείο. Δεν πατούν εκεί Τούρκοι. Σκιάζονται!
Πήγαμε στο νεκροταφείο. Ούτε σπιθαμή να σταθείς. Είχανε προλάβει άλλοι, πριν από μας, και πήρανε την πρωτοκαθεδρία. [...]
-Δεν είναι τόπος να σταθούμε, έκανε η αδερφή μου κι όλοι συμφωνήσαμε.[···] Φύγαμε. Ψάχναμε σ' όλη την Πούντα να βρούμε μια γωνιά να σταθούμε.
Όπου κι αν μπαίναμε, σε σκολειά, εκκλησιές, εργοστάσια, αποθήκες, όξω στους ανοιχτούς ταρλάδες, παντού, χιλιάδες πρόσφυγες περιμένανε να δούνε τι θ' απογίνουνε. [...]
Σ' ένα εργοστάσιο ανταμώσαμε πατριώτες και φίλους και μας κάνανε λίγη θέση ν' ακουμπήσουμε. Ήμασταν ψόφιοι. Είπαμε πως θα κοιμηθούμε και δε θα ξυπνήσουμε. Όμως μόλις ξαπλώσαμε το 'μάτι στυλώθηκε. Τα ντουβάρια των καμένων σπιτιών κατρακυλούσανε μέσα στη νύχτα. Τουφεκιές κι ομοβροντίες κάθε λίγο και λιγάκι γαζώνανε τη σιωπή...
-Αυτές εδώ είναι εκτελέσεις! Μας εξηγούσανε οι παλιοί και τρέμανε. [...]
Το πρωί μπήκανε στρατιώτες στο εργοστάσιο. Πιάσανε τους άντρες. Διαταγή, λέει, του Νουρεντίν πασά: Όλοι οι άντρες από 18χρονώ μέχρι 45, θα μείνουνε αιχμάλωτοι, να ξαναχτίσουνε ό,τι χαλάσανε! Οι άλλες ηλικίες καθώς και τα γυναικόπαιδα θα φύγουνε με τα βαπόρια.»
Ο αφηγητής έμεινε αιχμάλωτος μόνο για λίγες ημέρες. Στάθηκε τυχερός και κατάφερε να αποδράσει. Για τους περισσότερους όμως αιχμαλώτους τότε ξεκινούσε μία μακριά, βασανιστική πορεία στα βάθη της Ασίας.
Στο βαπόρι, που τον οδηγούσε προς την σωτηρία, ο αφηγητής σκέφτεται ακόμη την πατρίδα του. «Καρσί, στα μικρασιάτικα παράλια, αναβοσβήνουνε φωτάκια, αναβοσβήνουνε μάτια. Καρσί, αφήσαμε συγυρισμένα σπίτια, κλειδωμένες σερμαγιές, στεφάνια στο κονοστάσι. προγόνους στα κοιμητήρια. Αφήσαμε παιδιά και γονιούς κι αδέρφια. Νεκροί άταφοι. Ζωντανοί δίχως σπίτια. Βρικολακιασμένα όνειρα. Εκεί. Καρσί ήταν ίσαμε χθες η πατρίδα μας![... ]
Τι με κοιτάς έτσι άγρια αντάρτη του Κιόρ Μεμέτ; Εγώ σε σκότωσα και κλαίω γι αυτό. Λογάριασε τι μου 'φαγες εσύ! Αδέρφια, φίλους, πατριώτες, τα Αμελέ Ταμπούρια, ολόκληρη σφαγμένη γενιά!
Τόσα φαρμάκια, τόση συφορά κι εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να 'ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε, και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες...
Αντάρτη του Κιόρ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελαμ σοϊλέ... Ας μη μας κρατάει κακία που την ποτίσαμε μ' αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!»

Η Φιλιώ Χαϊδεμένου θυμάται το διωγμό:
“... να έρθεις κυνηγημένος, να σου λείπει ο πατέρας σου, να δεις του αδερφού σου το σφάξιμο, να δεις της κόρης σου, εμπρός στα μάτια σου, να βιάζουν το παιδί σου. Όλα αυτά είναι πράγματα που δεν φεύγουν ποτέ απ' το μυαλό σου. Να δεις να πνίγουν παιδί για να μην κλάψει και μαρτυρήσει αυτούς που ήταν κλεισμένοι, κάπου 2000 άνθρωποι μέσα σε ένα σπίτι. Και να δεις την μάνα του την άλλη μέρα το πρωί να το κρατά στο χέρι πεθαμένο και να της λες: "πάμε", αυτή να κρατά το παιδί. Και να της λένε ότι βάλανε φωτιά από τη μια και από την άλλη οι Τούρκοι και ότι πρέπει να φύγουμε. Και φεύγαμε. Και αυτή να κρατά το παιδί της και να κλαίει. Και της λέει μια άλλη όπως φεύγαμε και έσπρωχνε ο ένας τον άλλο: "Άντε, πάμε, πάμε". "Τι να την κάνω τη ζωή"; λέει αυτή. "Τον άντρα μου τον σκοτώσανε. Ένα χρόνο είχα παντρεμένη. Τον άντρα μου τον σκοτώσανε. Το παιδί μου το πνίξανε. Εγώ τι θα κάνω μόνη μου στη ζωή; Όχι, θα μείνω εδώ".Και βέβαια την πήρανε οι άλλες, την τραβήξανε έξω.
Έπειτα όταν έγινε η καταστροφή όλα τα γυναικόπαιδα από την Ανατολή κατέβηκαν στα Μικρασιατικά παράλια, και ιδίως στην Σμύρνη. Κατέβαιναν, γιατί ήλπιζαν ότι οι ξένοι που είχαν τα Προξενεία τους θα τους προστάτευαν και η Σμύρνη είχε γεμίσει γυναικόπαιδα. Διοικητής στην Σμύρνη - Αρμοστής - ήταν ο Στεργιάδης, ένα κτήνος όχι άνθρωπος, ο οποίος ήταν και επί Βενιζέλου και επί Γούναρη. Όταν λοιπόν γίνηκε η καταστροφή κι άρχισε η υποχώρηση από πάνω και η σφαγή, τότε σηκώθηκε ο Μητροπολίτης με τους προύχοντες και πήγανε στον Στεργιάδη και τον ρώτησαν γιατί δεν επέτρεπαν να φύγει κανένας Μικρασιάτης. Έπρεπε να έχεις διαβατήριο για να έρθεις στην Ελλάδα. Όσοι είχαν καΐκια και έβλεπαν την ανακατωσούρα, όσοι μπορούσαν φεύγανε κρυφά όπου μπορούσαν. Αλλά επίσημα απαγορευόταν. Πήγε στο Στεργιάδη ο Δεσπότης και του είπε: "Δώσε μια διαταγή, άφησε ελεύθερα να διώξουμε τα γυναικόπαιδα γιατί οι Τσέτες θα τα κατασφάξουν εδώ, θα κατασφαγούν". Και λέει ο Στεργιάδης: "θα τηλεγραφήσω στην κυβέρνηση μου και θα σας δώσω την απάντηση". Και έγραψε στο Γούναρη και απαντάει ο Γούναρης: "Προτιμώ να πέσει και το τελευταίο κεφάλι των Μικρασιατών στη Μικρά Ασία και όχι να μου στείλεις την αναρχία". Λοιπόν, κι έγινε η σφαγή, κοίτα να δεις κι εκεί το λάθος. Πλην της αναρχίας δηλαδή. Κοίτα όμως να δεις το λάθος. Εδώ στην Ελλάδα ήρθαν μόνο γυναικόπαιδα, εκατό φορές ψαγμένα, στα ποδογύρια τους, τους κότσους τους, από τους Τούρκους για λεφτά. Οι Τσέτες γύρευαν χρήματα για να τα πάρουν. Με όλα αυτά, ό,τι γλιτώσανε, με εκείνα δημιουργήθηκε εκείνη η πρώτη κατάσταση κι έγινε ύστερα η Ελλάδα και πήρε γραμμή. Σκέψου εάν έφερναν την κινητή περιουσία που κρατούσαν επάνω τους στην Ελλάδα, τι θα δημιουργούσαν ακόμη! “

Η Φιλιώ Χαϊδεμένου:
”Η Μικρά Ασία θα επανέλθει στους Έλληνες, όχι στα χέρια των Ελλήνων, σαν Ελλάδα με κατάκτηση. Θα έρθουν τα πράγματα έτσι, γιατί άκουσε, 80 χρόνια γιορτάζουμε που φύγαμε από εκεί. Πήγαινε στην Τουρκία να δεις... Οι Τούρκοι, τα δάχτυλα των ποδιών τους είναι έξω από τα παπούτσια, έχει φτώχεια, ρημαδιό, δεν δουλεύουν οι Τούρκοι. Αυτό εκεί όλο, ό,τι είναι στη Μικρά Ασία, μένει εκεί ακατέργαστο... Ο Κεμάλ βασίστηκε στους Τούρκους γιατί κι αυτός δεν θα έκανε αυτό που έκανε. Αλλά οι Τούρκοι το έχουν στο αίμα τους, δεν δούλευαν και ο Κεμάλ φαντάστηκε ότι “τόσος κόσμος είναι εκεί, θα φύγουν οι Έλληνες στην καταστροφή, θα κυριαρχήσω και θα δουλέψουν οι Τούρκοι. Όπως δουλεύουν οι Έλληνες θα δουλέψουν κι οι Τούρκοι, θα γίνεται η παραγωγή και αυτά που κερδίζουν οι Χριστιανοί θα τα κερδίσουν οι Τούρκοι και η Τουρκία θα γίνει άλλη τόση”. Όμως οι Τούρκοι το έχουν στο αίμα τους, δε δουλεύουν. Στην αρχή ο Κεμάλ πήγαινε στα καφενεία, έβαζε τους χωροφύλακες και πήγαιναν στα καφενεία που κάθονταν οι Τούρκοι κουρελιασμένοι και ρημαγμένοι. Τους έλεγε "πρέπει να δουλέψετε". Αυτοί όλο στα καφενεία. Έβαζε τους χωροφύλακες και πήγαιναν στα καφενεία... Αυτά μου τα έχουν πει οι ίδιοι οι Τούρκοι, γιατί εγώ πηγαίνοντας εκεί συζητούσα μαζί τους. Να, τώρα, με έχει καλέσει ο Δήμαρχος των Βουρλών και του έστειλα ένα ποίημα προχθές. Πήγαιναν λοιπόν μέσα στα μαγαζιά και κλωτσούσαν τους αργιλέδες οι Τούρκοι χωροφύλακες και βγάζανε τους Τούρκους έξω και έλεγαν στον καφετζή να κλείσει για να πάνε να δουλέψουν. Και δεν πήγαιναν. Αναγκάστηκε - αυτό μου το είπε Τούρκος χότζας - αναγκάστηκε να κρεμάσει στην πλατεία του χωριού έναν Τούρκο για παραδειγματισμό, για να δουλέψουν οι άλλοι... Και δεν το πέτυχε. Πήγα στο κτήμα μας και είδα πόσο ήταν το χορταράκι.”
   Ο επιμορφωτικός Εκπολιτιστικός Σύλλογος Κάτω Παναγιάς κάθε χρόνο διοργανώνει και αναβιώνει ήθη και έθιμα που μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά...

   Τις Απόκριες, κατασκευάζεται η παραδοσιακή Καμήλα για την εκφόβηση του "κακού" πνεύματος, το άρμα με το γαμπρό και τη νύφη οπού κάποιος νέος άντρας από το χωριό ντύνεται νύφη και κάποια νέα ντύνεται γάμπρός διακωμωδώντας το γαμήλιο γλέντι, διασκεδάζουν τον κόσμο. Επίσης, πολλές ομάδες απο νεους, νεες και παιδιά μασκαρεύονται και χορεύουν στην κεντρική οδο του χωριού.

   Ανήμερα της εορτής του Αϊ Γιωργιού ζωντανεύει το παραδοσιακό τρέξιμο της κουλούρας. Τα παιδιά διαγωνίζονται στο τρέξιμο και σε άλλα αθλήματα και οι νικητές λαμβάνουν ως έπαθλο, κουλούρα.

   Ανήμερα του Αϊ Γιαννιού τον Ιούνιο αναβιώνεται το έθιμο του Κλείδωνα. Πρόκειται για ένα πανέμορφο έθιμο που ζει αναλίωτο στους αιώνες. Οι κάτοικοι του χωριού ανάβουν φωτιά όπου καίνε τα μαγιάτικα στεφάνια και έχουν μία στάμνα με προσωπικά αντικείμενα των χωριανών. Ηλικιωμένες γυναίκες απαγγέλουν αστεία ποιηματάκια, όπου κάθε ποίημα αντιστοιχεί στο κάτοχο του αντικειμένου που βγάζουν εκείνη τη στιγμή από τη στάμνα.

   Στις 6 Ιανουαρίου, την ημέρα των Θεοφανείων, (παρά τις ενστάσεις και τους υβριστικούς χαρακτηρισμούς των ντόπιων κατοίκων προς τους Πρόσφυγες ) ρίχνεται ο σταυρός στη θάλασσα όπου νέοι αγωνίζονται ποιός θα τον πιάσει πρώτος ώστε να πάρει την ευλογία του Κυρίου.

   Τον Δεκαπενταύγουστο, όπου γιορτάζει η πολυούχος του χωριού, διοργανώνονται τριήμερες πολιτιστικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις με παραδοσιακούς χωρούς από τα χορευτικά τμήματα του Συλλόγου και κορυφώνονται ανήμερα της Παναγιάς με ένα εξαιρετικό γλέντι με ζωντανή μουσική Μικρασιάτικων τραγουδιών.

   Παραμονή των γεννεθλίων της Παναγιας, στις 7 Σεπτεμβρίου, γίνεται μεγάλο πανηγύρι στην αυλή του Μοναστηριού της Παναγίας της Βλαχέρενας. Χιλιάδες προσκυνητές συρρέουν για να λάβουν την ευλογία και τη χάρη της Κυρίας των Βλαχερνών, της Παναγίας μας.

   Την Κυριακή των Βαϊων στην εκκλησία μοιράζονται στους πιστούς σταυρουδάκια φτιαγμένα από τους νέους του χωριού με φύλλα απο το δέντρο του φοίνικα. Επίσης, τέλος, την Μεγάλη Πέμπτη οι γυναίκες του χωριού παραμένουν στην εκκλησία και ξενυχτούν το Χριστό ψάλλοντας του το μοιρολόι της Παναγιάς. Στο λαϊκό αυτό μικρασιατικό άσμα, αποδίδεται παραστατικά, το μαρτύριο του Θεανθρώπου και το μαρτύριο του Ελληνικού γένους.

Συνταγές από Μικρά Ασία

1)Τελ σεγιριγκλί πιλάφ
Υλικά: 1 ποτήρι νερού ρύζι, 2 ½ ποτήρια ζωμό κρέατος, 1 χούφτα φιδέ, 3 κουταλιές βούτυρο, αλάτι, πιπέρι.
Εκτέλεση: Πλένουμε το ρύζι και το σουρώνουμε. Σε κατσαρόλα λιώνουμε τις 2 κουταλιές βούτυρο, ρίχνουμε το φιδέ και σοτάρουμε μέχρι να ροδίσει. Προσθέτουμε αμέσως το ρύζι και ανακατεύουμε αρκετές φορές. Προσθέτουμε το ζωμό του κρέατος, το αλάτι, το πιπέρι και μαγειρεύουμε σε χαμηλή φωτιά. Όταν το φαγητό απορροφήσει το ζωμό, προσθέτουμε 1 κουταλιά λιωμένο βούτυρο.

2)Ιτς πιλάφ
Υλικά: 1 ποτήρι ρύζι νυχάκι, 2 ποτήρια ζωμό από κοτόπουλο, 250 γρ. εντόσθια πουλιών, 2 κουταλιές σούπας βούτυρο γάλακτος, ½ ματσάκι άνηθο ψιλοκομμένο, 50 γρ. μαύρες σταφίδες (που τις μουσκεύουμε για να φουσκώσουν), 100 γρ. κάστανα, βρασμένα και ψιλοκομμένα, αλάτι, πιπέρι, κουκουνάρι, κανέλα, ζάχαρη
Εκτέλεση: Σοτάρουμε τα εντόσθια ψιλοκομμένα με μία κουταλιά βούτυρο. Καβουρδίζουμε τα κουκουνάρια σε τηγάνι, τα προσθέτουμε στα εντόσθια μαζί με το ζωμό, τις σταφίδες, τα κάστανα, τον άνηθο ψιλοκομμένο, την κανέλα, τη ζάχαρη, το αλάτι και το πιπέρι. Αφού πάρουν 2-3 βράσεις, ρίχνουμε το ρύζι, χαμηλώνουμε τη φωτιά και μαγειρεύουμε το πιλάφι για 10 λεπτά. Στη συνέχεια κατεβάζουμε την κατσαρόλα από τη φωτιά και σκεπάζουμε το ρύζι με καθαρή πετσέτα για να απορροφήσει τους υδρατμούς. Ύστερα από ένα τέταρτο είναι έτοιμο για να το σερβίρουμε.

3)Κρέας με μακαρόνια (ροσμπίφ)
Υλικά: 1 κιλό μοσχάρι χωρίς κόκαλο, 1 φλιτζάνι λάδι, 3 κουταλιές βούτυρο φρέσκο, 1 κρεμμύδι τριμμένο, 2 σκελίδες σκόρδο, 1 ποτηράκι κρασί, 3-4 πολτοποιημένες ντομάτες ώριμες, αλάτι, πιπέρι, 1 πακέτο μακαρόνια χοντρά
Εκτέλεση: Πλένουμε το κρέας χωρίς να το κόψουμε. Με μυτερό μαχαίρι ανοίγουμε μικρές τρύπες σε διάφορα σημεία του και βάζουμε μέσα μικρά κομμάτια σκόρδο. Αλείφουμε την επιφάνεια του κρέατος με βούτυρο και το αλατοπιπερώνουμε. Βάζουμε σε κατσαρόλα 1 κουταλιά βούτυρο και το λάδι να κάψουν και σοτάρουμε το κρεμμύδι. Ρίχνουμε στη συνέχεια το κρέας και το γυρνάμε απ' όλες του τις πλευρές, για να αποκτήσει ομοιόμορφο χρώμα. Το σβήνουμε με το κρασί, προσθέτουμε λίγο ζεστό νερό και το αφήνουμε να βράσει με σκεπασμένη κατσαρόλα. Το γυρνάμε κατά διαστήματα. Μόλις βράσει, προσθέτουμε τις ντομάτες και αφήνουμε λίγο να «δέσει» η σάλτσα. Σε άλλη κατσαρόλα βράζουμε, σουρώνουμε τα μακαρόνια και κατόπιν τα περιχύνουμε με καυτό βούτυρο. Σερβίρουμε το κρέας κομμένο σε μικρές φέτες, ρίχνουμε τη σάλτσα στα μακαρόνια και πασπαλίζουμε με τριμμένη παρμεζάνα.

4)Ρύζι με φιστίκια
Υλικά: 1/4 φλιτζανιού φυτίνη ή άλλο βούτυρο, 1/4 φλιτζανιού κρεμμύδι ψιλοκομμένο, 1/2 καρότο κομμένο σε κυβάκια, 1 φλιτζάνι ρύζι άσπρο σπυρωτό, ½ φλιτζάνι ρύζι άγριο (μαύρο ή κίτρινο), 2 φλιτζάνια ζωμό κρέατος ή κότας, 1 κουταλάκι αλάτι, ½ φλιτζάνι φιστίκια χοντροκομμένα, ½ φλιτζάνι μαϊντανό ψιλοκομμένο.
Εκτέλεση: Σε μεγάλη κατσαρόλα λιώνουμε το βούτυρο και σοτάρουμε το κρεμμύδι και το καρότο μέχρι να μαραθούν καλά. Ρίχνουμε το ρύζι και ανακατεύουμε για 1 λεπτό. Προσθέτουμε το ζωμό και το αλάτι, σκεπάζουμε την κατσαρόλα και σιγοβράζουμε το φαγητό για 20-25 λεπτά ώσπου να απορροφηθεί όλο το υγρό. Στο τέλος ρίχνουμε τα φιστίκια και το μαϊντανό, ανακατεύουμε και κατεβάζουμε την κατσαρόλα από τη φωτιά. Σερβίρουμε το φαγητό ζεστό.

5)Κρέας με πατάτες (ραγού)
Υλικά: 1 κιλό μοσχάρι κομμένο σε μερίδες, 1 κιλό πατάτες, 4 ντομάτες μεγάλες ώριμες και πολτοποιημένες, ½ φλιτζάνι ελαιόλαδο, 2 πιπεριές πράσινες ψιλοκομμένες, 1 κρεμμύδι τριμμένο, αλάτι,πιπέρι
Εκτέλεση: Σοτάρουμε στο λάδι το κρεμμύδι, ρίχνουμε το κρέας και το γυρίζουμε,ώστε να ροδίσει ομοιόμορφα απ' όλες τις πλευρές του. Προσθέτουμε 1 ποτήρι νερό και το αφήνουμε για 30 λεπτά περίπου με κλειστό καπάκι να βράσει. Στη συνέχεια προσθέτουμε τις ντομάτες και σκεπασμένο το αφήνουμε να βράσει για άλλα 30 λεπτά. Καθαρίζουμε και κόβουμε κυδωνάτες (ή σε χοντρές φέτες) τις πατάτες. Τις τηγανίζουμε λίγο σε καυτό λάδι μέχρι να ροδίσουν, στραγγίζουμε το λάδι τους σε χαρτί κουζίνας και τις προσθέτουμε στο κρέας μαζί με τις πιπεριές, το αλάτι και το πιπέρι. Συνεχίζουμε το βράσιμο μέχρι να μαλακώσουν οι πατάτες.

6)Κρέας με φασολάκια
Υλικά: 1 κιλό μοσχάρι (ποντίκι), 1 μεγάλο κρεμμύδι τριμμένο, 1 ματσάκι μαϊντανό ψιλοκομμένο, 1 φλιτζάνι λάδι, 1 κιλό ντομάτες ώριμες πολτοποιημένες, ½ κιλό φασολάκια φρέσκα, αλάτι, πιπέρι.
Εκτέλεση: Σοτάρουμε το κρεμμύδι στο λάδι. Κόβουμε το κρέας σε μερίδες και το ρίχνουμε στην κατσαρόλα. Προσθέτουμε ένα ποτήρι νερό και το αφήνουμε να βράσει με κλειστό καπάκι για 1 ώρα περίπου. Στη συνέχεια ρίχνουμε τις ντομάτες, το αλάτι, το πιπέρι και τον ψιλοκομμένο μαϊντανό. Πλένουμε και καθαρίζουμε τα φασολάκια, τα προσθέτουμε στο κρέας αφήνοντας τα να σιγοβράσουν μέχρι να μαλακώσουν.

7)Μελιτζάνες σις κεμπάπ
Υλικά: 12 μελιτζάνες αργίτικες, 2 κουταλιές αλάτι, 2 κουταλιές βούτυρο, 6 πιπεριές πράσινες, 2 κουταλιές λάδι, 1 κιλό μοσχάρι (ψαχνό), 1 κρεμμύδι τριμμένο, 1 κουταλάκι πελτέ ντομάτας, 3 ντομάτες μεσαίες πολτοποιημένες, 5 ποτήρια νερό, ½ κουταλάκι ρίγανη, 2 σκελίδες σκόρδο τριμμένο, 2 φύλλα δάφνης, ½ κουταλάκι μαύρο πιπέρι σε κόκκους, 1 ματσάκι μαϊντανό ψιλοκομμένο, 1 κουταλιά αλεύρι.
Εκτέλεση: Κόβουμε τα κοτσάνια από τις μελιτζάνες και καθαρίζουμε τη φλούδα κυκλικά (καθαρίζουμε μία λωρίδα και αφήνουμε μία με τη φλούδα). Τις αλατίζουμε και τις αφήνουμε να μείνουν 1 ώρα. Κατόπιν τις ξεπλένουμε και τις στραγγίζουμε. Σε τηγάνι τηγανίζουμε στο λάδι τις μελιτζάνες για 1 λεπτό και τις τοποθετούμε σε ένα πιάτο. Καθαρίζουμε τις πιπεριές και τις κόβουμε πρώτα κάθετα στα τέσσερα και μετά στη μέση (8 κομμάτια). Σε ένα μικρό τουλπάνι, βάζουμε τη ρίγανη, το σκόρδο, τη δάφνη, τους κόκκους του πιπεριού και το μαϊντανό, τα δένουμε και τα αφήνουμε στην άκρη. Σε κατσαρόλα σοτάρουμε στο βούτυρο το κρέας μέχρι να ροδίσει, για 8-10 λεπτά. Ρίχνουμε το κρεμμύδι και τα αφήνουμε να σοταριστούν άλλα 2 λεπτά. Προσθέτουμε τον πελτέ, τις πολτοποιημένες ντομάτες και το αλεύρι και τα αφήνουμε να βράσουν άλλα 2 λεπτά. Ανακατεύουμε όλα τα υλικά πολύ καλά και προσθέτουμε το αλάτι, το νερό, το τουλπάνι με τα μπαχαρικά και τα αφήνουμε να βράσουν αφαιρώντας τον αφρό με τρυπητή κουτάλα. Σκεπάζουμε την κατσαρόλα και τα σιγοβράζουμε για 40 λεπτά. Βγάζουμε το κρέας από την κατσαρόλα με τρυπητή κουτάλα, παίρνουμε μικρές σούβλες και περνάμε εναλλάξ ένα κομμάτι μελιτζάνα, 2-3 κομματάκια κρέας, ένα κομμάτι πιπεριά και στο τέλος βάζουμε ένα κομμάτι κρέας. Επαναλαμβάνουμε την ίδια διαδικασία μέχρι να τελειώσουν τα υλικά. Βάζουμε τις σούβλες σε ταψί και τις περιχύνουμε με τη σάλτσα. Σκεπάζουμε το ταψί με αλουμινόχαρτο και ψήνουμε σε μέτριο φούρνο για 35 λεπτά.

8)Αρνί γκιούλμπασι
Υλικά: 1 μπούτι αρνίσιο ολόκληρο, 4-5 σκελίδες σκόρδο ψιλοκομμένες, αλάτι, πιπέρι, βούτυρο ή φυτίνη, 1 λεμόνι το χυμό, ½ κουταλιά μουστάρδα.
Εκτέλεση: Πλένουμε και στραγγίζουμε το κρέας. Με μυτερό μαχαίρι ανοίγουμε τρύπες και τις γεμίζουμε με μικρά κομμάτια σκόρδου. Το πασπαλίζουμε με αλάτι, πιπέρι και το χυμό λεμονιού και το αλείφουμε με τη μουστάρδα και τέλος με το βούτυρο. Το βάζουμε σε 2 λαδόκολλες, το τυλίγουμε και το δένουμε σφικτά με σπάγκο. Το ψήνουμε σε μέτριο φούρνο για 3 ώρες περίπου.

9)Χιουνκιάρ μπεγεντί με τας κεμπάπ
Υλικά: 3 μεγάλες στρογγυλές μελιτζάνες, 100 γρ. αλεύρι, 3 κουταλιές βούτυρο, αλάτι, 1 ½ ποτήρι γάλα, 1 ποτήρι τριμμένο κεφαλοτύρι, 1 λεμόνι το χυμό.
Εκτέλεση: Τρυπάμε τις μελιτζάνες μ' ένα μαχαίρι σε διάφορα σημεία. Αφαιρούμε τα φύλλα τους και τις ψήνουμε στα κάρβουνα ή στη σχάρα. Τις γυρίζουμε συνεχώς μέχρι να σκουρύνουν και να γίνουν πλακί. Βάζουμε σ' ένα δοχείο νερό και το χυμό ενός λεμονιού, ρίχνουμε μέσα τις ψημένες μελιτζάνες και τις αφήνουμε να μείνουν για 15 λεπτά. Κόβουμε το κοτσάνι και τις ξεφλουδίζουμε. Αφαιρούμε τους σπόρους, τις βάζουμε σ' ένα τρυπητό, τις κόβουμε σε μικρά κομματάκια και τις στραγγίζουμε. Καίμε λίγο το βούτυρο σε μια κατσαρόλα, ρίχνουμε το αλεύρι και ανακατεύουμε με ένα σύρμα πολύ καλά σε χαμηλή φωτιά. Προσθέτουμε τις μελιτζάνες και ανακατεύουμε συνεχώς. Στο μεταξύ βράζουμε το γάλα. Δυναμώνουμε λίγο τη φωτιά και ανακατεύουμε το μείγμα της μελιτζάνας προσθέτοντας λίγο λίγο το γάλα και το αλάτι. Ανακατεύουμε με δύναμη μέχρι το μείγμα να γίνει πουρές. Προσθέτουμε το τυρί και σβήνουμε τη φωτιά.

10)Πέρα κεμπάπ
Στο Πέρα, την πιο ζεστή ειρηνική γωνιά της Πόλης, κάπνισε ο φούρνος με τα ξύλα αναδίδοντας γλυκιές ευωδιές απ' τις λαχταριστές σπιτικές λιχουδιές που ψήνονταν αργά-αργά και μερακλίδικα. Το «Πέρα κεμπάπ» είναι μια μοναδική, λαχταριστή και χορταστική ποικιλία. Είναι συνδυασμός κρεάτων. Ξεχωριστά εδέσματα, μαγειρεμένα με διαφορετικούς τρόπους που σερβίρονται στο ίδιο πιάτο. Το «Πέρα κεμπάπ» αποτελείται από μπιφτέκι, ντονέρ, σουβλάκι από μοσχάρι γάλακτος, σουβλάκι από κοτόπουλο (γιαουρτλού), λαχματζούν και πλιγούρι για γαρνίρισμα. (Οι συνταγές για το καθένα απ' αυτά περιλαμβάνονται στις σελίδες του βιβλίου αυτού.)
Εκτέλεση: Αφού ετοιμάσουμε τα κρέατα, όπως περιγράφονται στις επιμέρους συνταγές, στρώνουμε σε πιάτο τις πίτες και τοποθετούμε από πάνω τα κρέατα. Στη μέση του πιάτου βάζουμε μια κούπα πλιγούρι (βρασμένο με χυμό ντομάτας). Γαρνίρουμε το πιάτο με λεπτές ροδέλες από κρεμμύδι, λεπτές φέτες ντομάτας και φύλλα μαϊντανού.

11)Κιοσκέκι (φαγητό του γάμου)
Υλικά: κρέας χωρίς κόκαλα, σιτάρι μουσκεμένο 1-2 μέρες στο νερό που έχει τριφτεί και έχει φύγει ο φλοιός, αρκετά κρεμμύδια.
Εκτέλεση: Σ' ένα καζάνι βάζομε όλα τα υλικά αρκετό νερό και ανάλογο αλάτι. Βράζομε 4-5 ώρες μέχρι να γίνει ένα ομοιογενές μίγμα σαν κρέμα. Σερβίρεται ζεστό.

12)Γιουβαρλάκια ανατολίτικα
Υλικά: Για τov κιμά: ½ κιλό κιμά μοσχαρίσιο, 1 κρεμμύδι ψιλοκομμένο, 1 αυγό, αλάτι, πιπέρι,
Για τη σάλτσα: 4 κρεμμύδια μέτρια, 4 καρότα, 4 πατάτες μέτριες, λίγο σέλινο, λίγο μαϊντανό,ψιλοκομμένο, 3 κουταλιές χυμό ντομάτας, αλάτι, πιπέρι, 1 φλιτζάνια λάδι, 3-4 ποτήρια νερό.
Εκτέλεση: Αφού ζυμώσουμε τον κιμά, τον πλάθουμε σε μικρές μπάλες και τις τοποθετούμε σε δίσκο με αλεύρι για να μην κολλήσουν. Για τη σάλτσα: Βάζουμε σε κατσαρόλα τα κρεμμύδια, τα καρότα, τις πατάτες το σέλινο, το μαϊντανό και το χυμό ντομάτας. Προσθέτουμε 3-4 ποτήρι νερό, το αλάτι, το πιπέρι και 1 φλιτζάνι λάδι και τ' αφήνουμε να βράσει για 15 λεπτά. Στη συνέχεια ρίχνουμε προσεκτικά με ένα κουτάλι τα γιουβαρλάκια ένα ένα στην κατσαρόλα με τα υπόλοιπα υλικά και τ' αφήνουμε να βράσουν όλα μαζί σε μέτρια φωτιά για άλλα 20 λεπτά περίπου.

13)Κόκορας κρασάτος
Υλικά: 1 κόκορας μέτριου μεγέθους, 1/4 φλιτζανιού βούτυρο, 1 κουταλιά κοφτή αλάτι, πιπέρι, 2 κουταλιές αλεύρι, 2 κουταλιές κονιάκ, 1 φλιτζάνι κρασί κόκκινο ή άσπρο, 1 σκελίδα σκόρδο λιωμένη, 2-3 κλωνάρια μαϊντανό, 2 φύλλα δάφνης, 10-12 κρεμμυδάκια κοκκάρια μέτρια, 1 ψωμί σε φέτες (φόρμα ή του τοστ).
Εκτέλεση: Καθαρίζουμε, πλένουμε και κόβουμε σε μερίδες τον κόκορα. Ζεσταίνουμε σε τηγάνι το βούτυρο και ροδίζουμε τις μερίδες του κρέατος απ' όλες τις πλευρές. Κατόπιν μεταφέρουμε τα κομμάτια σε κατσαρόλα και τα αλατοπιπερώνουμε. Στο τηγάνι όπου ροδίσαμε τον κόκορα ρίχνουμε το αλεύρι και το ανακατεύουμε μέχρι να «ξανθύνει» λίγο. Ρίχνουμε το κονιάκ. το κρασί και το σκόρδο. Προσθέτουμε το μαϊντανό, τα φύλλα της δάφνης, ½ φλιτζάνι νερό και τα αφήνουμε να πάρουν μια βράση. Ρίχνουμε τη σάλτσα στην κατσαρόλα με τον κόκορα, ανάβουμε τη φωτιά και αφήνουμε να βράσουν όλα μαζί. Σε άλλη κατσαρόλα, ζεματίζουμε σε νερό τα κρεμμύδια, τα στραγγίζουμε και τα προσθέτουμε στην κατσαρόλα με τον κόκορα. Συνεχίζουμε το βράσιμο για 40 λεπτά. Στη συνέχεια τηγανίζουμε τις φέτες του ψωμιού σε αρκετό βούτυρο, τις στρώνουμε γύρω γύρω στην πιατέλα και στη μέση βάζουμε τον κόκορα. Γαρνίρουμε με λίγο ψιλοκομμένο μαϊντανό.Προαιρετικά μπορούμε να προσθέσουμε στον κόκορα την ώρα του βρασίματος μανιτάρια.

14)Λαχματζούν
Υλικά: 500 γρ. αλεύρι, λίγο νερό, 30 γρ. μαγιά, λίγο αλάτι
Για τη γέμιση: 200 γρ. κιμά μοσχαρίσιο (όχι πολύ στεγνό περασμένο 2 φορές από τη μηχανή του κιμά), 2 κρεμμύδια τριμμένα, λίγο μαϊντανό ψιλοκομμένο, 3 πιπεριές τριμμένες, αλάτι, πιπέρι, 1 ντομάτα ώριμη πολτοποιημένη, 1 κουταλιά πελτέ ντομάτας, ½ σκελίδα σκόρδο λιωμένη, ½ φλιτζάνι ελαιόλαδο.
Εκτέλεση: Για τη ζύμη: Αδειάζουμε το αλεύρι σε μια λεκάνη, ανοίγουμε μια λακκουβίτσα στο κέντρο, ρίχνουμε το νερό, το αλάτι και τη μαγιά διαλυμένη σε λίγο χλιαρό νερό και ζυμώνουμε δυνατά για αρκετή ώρα μέχρι να σχηματιστεί μια ομοιόμορφη μαλακή ζύμη. Αν χρειαστεί, προσθέτουμε νερό. Χωρίζουμε τη ζύμη σε 8 ίσες μπάλες και τις αφήνουμε να «σταθούν» σε ζεστό μέρος, για ½ ώρα περίπου, για να φουσκώσουν.
Για τη γέμιση: Αναμειγνύουμε πολύ καλά τον κιμά με τα κρεμμύδια, το σκόρδο, το μαϊντανό, τις πιπεριές, την ντομάτα, τον πελτέ, το ελαιόλαδο, το αλάτι και το πιπέρι. Ανοίγουμε μια-μια τις μπάλες της ζύμης με τον πλάστη σχηματίζοντας μεγάλες στρογγυλές πίτες πάχους ενός δαχτύλου. Απλώνουμε στις πίτες μια λεπτή στρώση γέμισης και τις τοποθετούμε σε λαδωμένη λαμαρίνα. Ψήνουμε τις πίτες για 8-10 λεπτά στους 270°C στην κάτω θέση του φούρνου. Μόλις ψηθούν, τις σερβίρουμε σε πιάτο γαρνίροντας με λεπτές φέτες ντομάτας, κρεμμύδι κομμένο σε λεπτές ροδέλες, φυλλαράκια μαϊντανό και μισό λεμόνι.

15)Ατζέμ πιλάφι
Υλικά: 1 κιλό αρνάκι γάλακτος ,1 κρεμμύδι μέτριο ψιλοκομμένο ,3/4 φλιτζάνι τσαγιού βούτυρο η φυτίνη ,2 κουταλάκια τσαγιού κοφτά αλάτι ,λίγο πιπέρι ,1 1/2 φλιτζάνι τσαγιού πολτοποιημένης ντομάτας ,2 φλυτζάνια τσαγιού ρύζι (τύπου μπάρμπα Μπεν)
Εκτέλεση: Κόβουμε το αρνάκι σε μικρά κομμάτια και αφού ζεσταίνουμε το 1/2 βούτυρο μέσα σε μια κατσαρόλα ρίχνουμε το αρνί με το ψιλοκομμένο κρεμμύδι και τα τσιγαρίζουμε ρίχνοντας αμέσως μετά το αλάτι, το πιπέρι και τη πολτοποιημένη ντομάτα με ένα φλιτζάνι νερό, κατεβάζουμε τη θερμοκρασία λίγο και τα αφήνουμε να σιγοβράσουν για περίπου μισή ώρα.
Σε μία άλλη κατσαρόλα ρίχνουμε το άλλο μισό βούτυρο και όταν ζεσταθεί ρίχνουμε 3 φλυτζάνια ζεστό νερό και το ρύζι ανακατεύοντας και αμέσως μετά προσθέτουμε το κρέας με το ζουμί του και το αφήνουμε σε μέτρια φωτιά για 20 λεπτά.

ΚΑΤΩ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ



   Η Κάτω Παναγιά ήταν κωμόπολη που κατοικήθηκε το 1720 από γεωργούς που είχαν έρθει από τα κοντινά νησιά. Εκεί στα Ιωνικά Μικρασιακά παράλια αντίκρυ στα μεγάλα νησιά του Αιγαίου, στην "πόρτα"  της Μεγάλης Ασίας βρίσκονταν η πατρίδα των προγόνων μας.
   Το 1806 κάτοικοι από τη Θεσσαλία ήρθαν και κατοίκησαν στο μέρος αυτό και ο πληθυσμός αυξήθηκε.
   Η κωμόπολη χτίστηκε στην παραλία. Βόρεια και νότια υπήρχαν καρποφόρες κοιλάδες και αμπελοστόλιστοι λόφοι μέχρι την παραλία αποτελούσαν την Κάτω Παναγιά. Η επωνυμία Κάτω Παναγιά δόθηκε στην κωμόπολη από το κατηφορικό έδαφος που είχε και από το ναό της Θεοτόκου που υπήρχε κτισμένος εκεί.
Βρεχόταν από τρεις μεριές από τη θάλασσα. Ήταν ισώματα δεν υπήρχαν βουνά.
   Η Σμύρνη ήταν το κέντρο για τους Κατω Παναγιούσηδες, την αγαπούσαν και τους άρεσε.Τούρκοι δεν υπήρχαν στο χωριό. Έρχονταν μια φορά το χρόνο, το καιρό που ήταν τα σπαρτά (τον Αύγουστο) για να πάρουν το 10% από αυτά. Οι κάτοικοι μεταξύ τους ήταν πολύ αγαπημένοι. Τα βράδια συγκεντρώνονταν και γλεντούσαν.Με τους Τούρκους δεν είχαν καθόλου σχέσεις τους έβλεπαν για αλλόθρησκους.
   Στις γιορτές και στα ξωκλήσια πήγαινε όλο το χωριό. Αυτά ήταν τα πανηγύρια τους. Χορεύανε αποβραδίς και όλη την άλλη ημέρα. Είχανε πολλές εξοχικές εκκλησίες και τις γιορτάζανε στην εξοχή.
    Οι ασχολίες τους ήταν κυρίως γεωργικές. Το βασικότερο προϊόν του τόπου ήταν η σταφίδα. Μετά ερχόταν τα καπνά, τα σιτηρά, το βαμβάκι, το γλυκάνισο και πολλά σύκα, που τα ξεραίνανε για το χειμώνα. Τη σταφίδα την παίρνανε οι μεγαλέμποροι του χωριού και την εργάζονταν οι γυναίκες.
   Τα σχολεία ήταν μεγάλα, εκλεκτά και ζηλευτά για τον καιρό τους, υπήρχαν πνευματικοί και σύλλογοι. Όπως παράδειγμα το "ΑΡΓΕΝΩΝ" που δίνανε θετρικές παραστάσεις με έργα εμπνευσμένα από τον αγώνα του 1821 και από αρχαίες τραγωδίες.
   Έντονη παραγωγική και εμπορική κινητικότητα εμφανίζεται στην Κάτω Παναγιά όπου είχαν ιδρυθεί δύο σωματεία, ένας συνεταιρισμός και ένας σύνδεσμος. Πρόκειται για τα γεωργικά σωματεία «Άγιος Σπυρίδων» και «Άγιος Τρύφων», δε διαθέτουμε όμως περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις δραστηριότητές τους και το χρονικό διάστημα λειτουργίας τους. Το 1921 ιδρύεται από τον Αρ. Σαρίκα ο «Εισαγωγικός και Εξαγωγικός Συνεταιρισμός» της Κάτω Παναγιάς. Κύρια ασχολία των μελών του συνεταιρισμού ήταν η οργάνωση της διακίνησης των εμπορευματικών γεωργικών προϊόντων –ιδίως της σταφίδας– τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Στις δραστηριότητες του συνεταιρισμού συμμετείχαν πολυάριθμοι αγρότες, μολονότι αυτές δε διήρκεσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα (είναι αδιευκρίνιστο αν ο συνεταιρισμός λειτούργησε και το 1922). Τέλος, τον Απρίλιο του 1922 επίσης ο Αρ. Σαρίκας ιδρύει το γεωργικό πιστωτικό σύνδεσμο «Πρόοδος», βασικός στόχος του οποίου ήταν η εξασφάλιση ευνοϊκών δανείων για τους γεωργούς για την κάλυψη των καλλιεργητικών τους δαπανών. Η λειτουργία και αυτού του συνδέσμου ήταν ολιγόχρονη.
   Ήδη από τις 18/5/1914 που είχε αρχίσει να διαφαίνεται ο τραγικός επίλογος της Μικρασίας, το χωριό έδωσε έμπρακτα το "παρών" στον ελληνικό αγώνα, προσφέροντας άφθονους εθελοντές στο τάγμα του γενναίου Κρητικού Καρπουζάκη, που μάζευαν πολύτιμες πληροφορίες και έκαναν δολιοφθορές κατά του εχθρού. Είχαν συνδέσμους στα Βουρλά και στη Σμύρνη για επαφές με τον ελληνικό στρατό. Το τάγμα είχε τη βάση του στη Χίο κι απέναντι στην Ερυθραία εγκατέστησαν δίκτυο κατασκόπων, αποτελούμενο από Κατωπαναγιούσηδες κι άλλους ντόπιους πατριώτες. Κατάφεραν αρκετά πλήγματα σε βάρος των Τούρκων. Όταν αργότερα, το 1916, πέτυχε το κίνημα Θεσσαλονίκης, του Βενιζέλου, το τάγμα αυτό συγχωνεύτηκε με τη θρυλική Μεραρχία Αρχιπελάγους.
   Οι γενναίοι κάτοικοι του χωριού ήταν φημισμένοι για τη φιλοκαλία τους, την αγάπη τους στο ωραίο και στο γλέντι. Λέγεται πως όλη η Ιωνία επισκεπτόταν τα ξακουστά πανηγύρια τους, όπου οι μερακλήδες Κατωπαναγιούσηδες χόρευαν τους χορούς τους, ένα ιδιαίτερο συρτό, τα μπιλαντέρια, τον καρσιλαμά, τους μπάλους και τον περίφημο "αντικριστό", καθαρά βυζαντινό χορό σε χρόνο 9/8. Τα μελωδικά τραγούδια τους θεωρούνται σήμερα ισάξια με τα καππαδοκικά, ποντιακά, πολίτικα και σμυρνέικα. Όλα αυτά ευτυχώς διασώθηκαν από τη Μέλπω Μερλιέ, οι χοροί από την Ντόρα Στράτου.Όμως η Κάτω Παναγιά φημιζόταν επίσης για τις ξακουστές εκκλησίες της. Από αυτές δεν διασώθηκε απολύτως τίποτε, μιας κι αφανίστηκαν από τους Τούρκους. Ανάμεσα σε μεγάλους ναούς (Αγ. Νικολάου, Αγ. Παρασκευής κ.ά.) καμάρωναν οι χωριανοί τον καλλιμάρμαρο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου, όπου βρισκόταν η θαυματουργή χρυσοποίκιλτη εφέστια εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας του 10ου αιώνα. Λέγεται πως έτρεχαν ασθενείς απ' όλη την Ιωνία να θεραπευτούν από τη χάρη Της. Ο καλλιμάρμαρος εκείνος ναός κτίστηκε γύρω στο 1867-1870.
   Είχε πρωτομάστορα σχεδιαστή του μαρμάρινου τέμπλου και καμπαναριού τον Ιωάννη Χαλεπά και έμοιαζε αρκετά με την Παναγιά της Τήνου. Ο Χαλεπάς έμεινε πάνω από 2 χρόνια εκεί μαζί με τον 16χρονο τότε γιο του Γιαννούλη, τον θαυμάσιο μαρμαρογλύπτη Γεώργιο Χαμηλό και δυο-τρεις άλλους Τήνιους Πυργιώτες μαρμαράδες, για να τελειώσουν το έργο. Με μοναδική δεξιοτεχνία ολοκλήρωσαν δυο-τρεις το καμπαναριό, σκάλισαν τα μαρμάρινα τριαντάφυλλα του τέμπλου και επέστρεψαν στην Τήνο. Αξιοσημείωτο είναι πως ο Γιαννούλης σκάλισε κοντά στον ναό το πρώτο του γλυπτό, ένα μαρμάρινο Σάτυρο που αγοράστηκε μετά για να διακοσμήσει το σπίτι του Όμηρου Πανταζίδη, όμως στον διωγμό του '14 το αρχοντικό εκείνο έγινε σχολείο για Τουρκόπαιδα κι έτσι το πρώτο έργο του Γιαννούλη Χαλεπά χάθηκε για πάντα. Δέκα περίπου χρόνια αργότερα (1878) ο μεγάλος τραγικός γλύπτης μας είχε ήδη αρχίσει να παρουσιάζει τα συμπτώματα της ψυχικής αρρώστιας του και αδυνατούσε να δουλέψει το μάρμαρο. Έτσι, την περίφημη "Κοιμωμένη" του από το πήλινο πρόπλασμα του Χαλεπά μετέφεραν με το γλύφανό τους στο μάρμαρο ο Τήνιος μαρμαρογλύπτης Γ. Χαμηλός και ο Ανδριώτης Αλεξάκης, που δούλεψαν επίσης μαζί και με άλλους στην κατασκευή του καμπαναριού του Αγ. Γιώργη του Λυκαβηττού. Τα μαρμάρινα αυτά γλυπτά στολίζουν σήμερα την Αθήνα -το τέμπλο όμως του ναού της Κάτω Παναγιάς μαζί με ολόκληρο τον ναό δεν υπάρχουν πια. Όπως δεν υπάρχει και η θαυματουργή εικόνα. Συλήθηκε για τα χρυσά στολίδια της; Κάηκε; Θάφτηκε; Το περίεργο είναι πως η εικόνα είχε κατά τους διωγμούς του 1914 "προσφυγέψει" στη Χίο και στη συνέχεια στη νεα Κάτω Παναγιά στην Ηλεία μαζί με τους κατοίκους του χωριού. Στην παλινόστηση του 1919 το Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό την ξανάφερε στο χωριό και μέχρι το τραγικό '22 η εικόνα βρισκόταν στον ναό. Σήμερα, η παλιά Κάτω Παναγιά ονομάζεται Τσιφτλίκ (Çiftlik) και είναι μια παραθαλάσσια κωμόπολη που τουριστικοποιείται με εντατικούς ρυθμούς, όπως και ολόκληρη η Ερυθραία. Σε ένα κομμάτι από το μαρμάρινο τέμπλο της Παναγιάς πατάει το άγαλμα του Κεμάλ. Από τα χίλια σπίτια των Ελλήνων, τα λίγα που στέκουν ακόμη ρημάζουν. Ο χρόνος και η άναρχη τουριστική ανάπτυξη εξαφανίζουν τα απομεινάρια του παρελθόντος.



Οκτακόσιοι νεκροί

   Οι μαρτυρικοί Κατωπαναγιούσηδες θρήνησαν τον Αύγουστο του '22 800 νεκρούς που κατεσφάγησαν ή πέθαναν σε μπουντρούμια με βασανιστικά μαρτύρια. Λίγοι απέμειναν τότε ζωντανοί, όμως σύρθηκαν αιχμάλωτοι από τους Τσέτες στα βάθη της Ανατολής. Οι Κατωπαναγιούσηδες παρέμειναν ηρωικά στο χωριό τους και ενώ θα μπορούσαν να διαφύγουν πριν από την Καταστροφή για τη Χίο, δεν θέλησαν να το εγκαταλείψουν. Εμπόδιζαν μάλιστα αυτούς τους λίγους που προσπάθησαν να διαφύγουν και να σωθούν. Άφηναν τα βαπόρια να πηγαινοέρχονται άδεια και όσο μπόρεσαν υπερασπίστηκαν το χωριό τους.
   Δεν τα κατάφεραν φυσικά. Μήνες πριν από τον τραγικό εκείνο Αύγουστο, οι Τούρκοι είχαν ήδη συλλάβει τους κληρικούς, δασκάλους, τους προκρίτους και τους προσκόπους της Κάτω Παναγιάς και τους κρατούσαν φυλακισμένους στο Κάστρο του Τσεσμέ (Αρχαία Κρήνη). Ανάμεσά τους ο παπά Κουρπάς, ο παπά Νικολής, ο δάσκαλος Θεοφανίδης, ο λογοτέχνης Αρσένιος Σαρίκας, ο πρόεδρος του Γεωργικού Συνεταιρισμού Κακόγιαννος και τρεις γυναίκες κρατούμενες βασανίζονταν με φρικτά μαρτύρια. Χάθηκαν μαζί με άλλους 800 κατοίκους του χωριού που οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ως 1ος νεκρός αναφέρεται ο Ντάλλης, 2ος ο Σαλεψής. Οι 800 αυτοί νεκροί της Κάτω Παναγιάς τιμώνται με ετήσια μνημόσυνα από τους λίγους απογόνους των κατοίκων που αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους κι είχαν την τύχη να γλιτώσουν τη ζωή τους νικώντας την πείνα, τις κακουχίες, τον εξανθηματικό τύφο και όσα άλλα "δώρα" πρόσφερε στους Μικρασιάτες, αλλά και στους Έλληνες στρατιώτες, ο άτυχος εκείνος πόλεμος. Μέσα σ' αυτή τη λαίλαπα ως τραγικότερα θύματα πρέπει να μνημονεύουμε τα παιδιά. Οι ανήλικοι πρόσκοποι της ιστορίας μας αντιμετώπισαν σκληρή μοίρα.
   Ο σφαγέας των 31 προσκόπων του Αϊδινίου δεν είναι άλλος από τον μεταπολεμικό πρωθυπουργό της Τουρκίας Αντνάν Μεντερές, που καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό το 1961. Έστω και αργά, βρήκε τη δίκαιη τιμωρία του. Ποια όμως δικαίωση μέχρι σήμερα βρήκαν οι μαρτυρικοί πρόσκοποι της Ιωνίας; Δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να τους αφιερωθεί ένα μνημείο στη χώρα μας;

Ιστορικά γεγονότα

   Αμέσως μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου πραγματοποιήθηκε διάσκεψη στο Παρίσι, όπου αποφασίστηκε η παραχώρηση της περιοχής της Σμύρνης στην Ελλάδα. Ύστερα απο αυτή την απόφαση η 1η μεραρχία του Ελληνικού στρατού υπο τις διαταγές του συνταγματάρχη Ζαφειρίου αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919. Στους επόμενους μήνες συγκροτήθηκε στρατιωτική μεραρχία με έδρα την Σμύρνη υπο τον συνταγματάρχη Μαζαράκη. Οι Τούρκοι όμως αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την συνθήκη και ξεκίνησαν ανταρτοπόλεμο με αποτέλεσμα η απόβαση του Ελληνικού στρατού να μετατραπεί σε εκστρατεία.
   Στην διάσκεψη του Λονδίνου (1920) αποφασίστηκε η οριστική παραχώρηση της Θράκης και της Σμύρνης στην Ελλάδα. Τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου το ελληνικό στρατηγείο μεταφέρθηκε απο την Θεσσαλονίκη στη Σμύρνη υπο τον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Ύστερα απο πιέσεις του Ελεύθεριου Βενιζέλου οι Μεγάλες δυνάμεις έδωσαν την συγκατάθεση τους για προέλαση του Ελληνικού στρατού στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας με αποτέλεσμα ένα μήνα αργότερα να πραγματοποιηθεί η συνθήκη των Σεβρών όπου θα επικυρωνόταν η προσάρτηση της Μικράς Ασίας στο Ελληνικό κράτος ενώ μέχρι τις 10 Αυγούστου θα ακολουθούσε και η προσάρτηση της Ανατολικής Θράκης και των νησιών του Αιγαίου.
   Παράλληλα με τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού, στο τουρκικό στρατόπεδο επικρατούσε εμφύλια διαμάχη μεταξύ της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας. Ο Κεμάλ Ατατούρκ είχε επαναστατήσει κατά του Σουλτάνου και είχε συγκροτήσει, με την σύμφωνη γνώμη της Τουρκικής εθνοσυνέλευσης, κυβέρνηση. Μια απο τις πρώτες του κινήσεις ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας απο την Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε καταληφθεί απο τα συμμαχικά στρατεύματα, στην Άγκυρα. Απο εκεί ο Ατατούρκ οργάνωσε συστηματικότερα την αντεπίθεση του. Επιπλέον είχε καταφέρει να υπογράψει ανακωχή με την Ρωσία και την Γαλλία έτσι ωστε να εξασφαλίσει τα νώτα του.
Κρίσιμη καμπή για την εξέλιξη της Μικρασιατικής εκστρατείας αποτέλεσαν οι εκλογές του 1920. Το αποτέλεσμα των εκλογών, το οποίο κατέδειξε την δυσαρέσκεια του Ελληνικού λαού για την παρατεταμένη παραμονή των Ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία, ήταν καθοριστικό για την μετέπειτα ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές απο τον Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος στις προεκλογικές του δεσμεύσεις είχε περιλάβει την άμεση διακοπή των εχθροπραξιών.
   Μερικούς μήνες αργότερα το σκηνικό αλλάζει ριζικά. Η Τουρκία με ηγέτη τον Κεμάλ Ατατούρκ καταφέρνει να συνθηκολογήσει μετα την Γαλλία, Ρωσία και με την Ιταλία και να επιτύχει την προμήθεια του Τουρκικού στρατού με πολεμικό υλικό απο τις προαναφερόμενες χώρες. Ο Ελληνικός στρατός κατέλαβε καίρια στρατηγικά σημεία (Εσκί-Σεχίρ & Αφιόν-Καραχισάρ) χωρίς όμως να καταφέρει να εξαλείψει να την τουρκική απειλή. Με το πέρασμα του χρόνου η εκστρατεία εξελίχθηκε οικονομικά δυσβάσταχτη για το Ελληνικό κράτος αφού κόστιζε 8.000.000 δραχμές ημερησίως. Ο Κεμάλ ως αρχιστράτηγος του τουρκικού στρατού με μυστική συμφωνία με τους Γάλλους ακυρώνει την συνθήκη των Σεβρών ενώ παράλληλα οι Γάλλοι εγκαταλείπουν την Κιλικία αφήνοντας άφθονο πολεμικό υλικό στα χέρια των Τούρκων. Στις 5 Απριλίου η Ιταλία εκκένωσε την περιοχή της Εφέσου, την οποία και κατέλαβε ο ελληνικός στρατός. Ένα μήνα αργότερα η κυβέρνηση Γούναρη παραιτήθηκε και την εξουσία ανέλαβε κυβέρνηση συνασπισμού υπο τον Παπαναστασίου. Τον Μάϊο του 1922 ο αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας παραιτήθηκε λόγω της άρνησης της κυβέρνησης να του στείλει ενισχύσεις. Στη θέση του ανήλθε ο Γεώργιος Χατζανέστης, ο οποίος διέπραξε ένας μοιραίο λάθος, υπάγοντας απ'ευθείας στη στρατιά τα τρία σώματα στρατού. Την ίδια εποχή πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες αλλαγές στο στράτευμα με αποτέλεσμα πολλοί έμπειροι αξιωματικοί να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Η νέα κυβέρνηση ζήτησε την άδεια των συμμάχων για στρατιωτική επιχείρηση στην Κωνσταντινούπολη. Η γαλλική όμως κυβέρνηση αρνήθηκε και επισήμανε οτι δόθηκαν εντολές στα συμμαχικά στρατεύματα κατοχής στην Κωνσταντινούπολη και την Μ. Ασία να εμποδίσουν κάθε ελληνική κίνηση για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
   Απο τον Σεπτέμβριο του 1921 ο κύριος όγκος των δυνάμεων του Ελληνικού στρατού είχε συγκεντρωθεί στο Αφιόν Καραχισάρ. Οι ανώτεροι αξιωματικοί πίστευαν οτι ελέγχοντας το Αφιόν Καραχισάρ μπορούσαν να ανακόψουν την τροφοδοσία του Τουρκικού στρατού. Η ανώτερη ηγεσία του ελληνικού στρατού είχε υποτιμήσει τα στρατιωτικά σώματα του Κεμάλ με αποτέλεσμα να παραμελήσει την άμυνα των συνόρων και να αρχίσει να καταστρώνει σχέδια κατάληψης της Κωνσταντινούπολης.
   Σε αντίθεση με τους Έλληνες αξιωματικούς, οι οποίοι βρισκόντουσαν σε μια μεγάλη πλάνη, ο Κεμάλ Ατατούρκ γνώριζε πολύ καλά τις δυνάμεις του στρατού αλλα και τις μαχητικές ικανότητες του αντιπάλου στρατοπέδου. Χαρακτηριστικό είναι οτι απο τους 177.000 Έλληνες στρατιώτες, μόνο οι 70.000 ήταν μάχιμοι ενώ οι υπόλοιποι απασχολιόντουσαν σε διοικητικές υπηρεσίες. Ο τουρκικός στατός είχε φροντίσει να εφοδιαστεί με καινούρια ανεπτυγμένα πυροβόλα, τα οποία τελικά έκριναν την έκβαση της μάχης στο Αφιόν Καταχισάρ. Σε αντίθεση με τους Έλληνες αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν κερδίσει αξιώματα χωρίς να έχουν πολεμήσει σε πεδία μαχών, οι Τούρκοι αξιωματικοί είχαν λάβει μέρος σε πολλές δύσκολες μάχες και είχαν κερδίσει επάξια τον βαθμό τους. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και το ιππικό του Κεμάλ του οποίου ο σκοπός ήταν να ανακόψει τον εφοδιασμό των Ελλήνων και ταυτόχρονα να ξεσηκώσει τους πληθυσμούς των υπο κατοχή περιοχών σε εξέγερση. Απο την άλλη πλευρά ο Ελληνικός στρατός, ταλαιπωρημένος απο τις μάχες, ήταν δυσκίνητος και ανοργάνωτος. Ο πολεμικός εξοπλισμός ήταν αρχαϊκός ενώ η τροφοδοσία των ενόπλων δυνάμεων δυσλειτουργούσε. Το σοβάρότερο λάθος όμως ήταν η, πραγματικά εγκληματική, άγνοια της ποιότητας των αντιπάλων.
   Το πρωί της 13ης Αυγούστου ο τουρκικός στρατός επιτέθηκε στις ελληνικές δυνάμεις στο Αφιόν Καραχισάρ. Η επίθεση των Τούρκων, την οποία διεύθυνε ο ίδιος ο Κεμάλ, ήταν αναμενόμενη παρ'ολα αυτά αιφνιδίασε με την ποιότητας της ηγεσία του Ελληνικού στρατού που περίμεναν να αντιμετωπίσουν άτακτα σώματα στρατού. Το πυροβολικό σε συνεργασία με το ιππικό συνέτριψαν σε ελάχιστο χρόνο την 1η & 4η μεραρχία στρατού. Οι ενισχύσεις δεν κατάφεραν να φτάσουν σύντομα, λόγω της ανασφάλειας που υπήρχε στο στράτευμα αφού η κατάλυση του νότιου μετώπου είχε ήδη διαδοθεί. Σημαντική αιτία αποδιοργάνωσης ήταν και η στρατολόγηση γεωργών και γενικά αμάχων χριστιανών οι οποίοι, εξαιτίας της απειρίας τους και του φόβου τους, αποσυντόνισαν πλήρως τα τακτικά σώματα στρατού. Παράλληλα η διακοπή κάθε μορφής επικοινωνίας, δηλαδή τηλεφώνου και τηλεγράφου, παγίδευσε τον ελληνικό στρατό σε μια εξ'ολοκλήρου εχθρική περιοχή.
   Δύο μέρες αργότερα ο ελληνικός στρατός είχε αυτοκαταστραφεί. Στον νότο είχαν σχηματιστεί δύο σώματα στρατου, του Αθανασίου Φράγκου και του Νικόλαου Τρικούπη. Ο Νικόλαος Τρικούπης, ύστερα απο την ανάκληση του Χατζανέστη, διορίστηκε στρατηγός χωρίς να προλάβει να ασκήσει τα καθήκοντα του αφού αιχμαλωτίστηκε απο τον τουρκικό στρατό. Στις 17 Αυγούστου ο στρατός του Νικολάου Τρικούπη περικυκλώθηκε απο τους Τούρκος και σταδιακά διασπάστηκε με αποτέλεσμα στις 20 Αυγούστου ο Τρικούπης και η φάλαγγα του, η οποία συμπεριλάμβανε δύο στρατηγούς διοικητές Σωμάτων, ένα μέραρχο, 190 αξιωματικούς και 4.500 οπλίτες, να παραδωθούν. Στο Βορρά, το Γ' σώμα στρατού δεν είχε ιδιαίτερες απώλειες επειδή το κύριο βάρος της τουρκικής επίθεσης το είχαν δεχτεί οι μεραρχίες του νότου. Στις 24 Αυγούστου έφτασε με όλα τους τα πολεμοφόδια στην Προύσα και συνέχισε την πορεία του προς τα παράλια. Βέβαια υπήρξαν περιστατικά διάλυσης, όπως η αποκοπή & η αιχμαλώτιση της 11ης μεραρχίας απο τους Τούρκους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πειθαρχίας επέδειξε η Ανεξάρτητη Μεραρχία υπο τον Δημήτριο Θεοτόκη, η οποία μέσα τον γενικό πανικό που υπήρχε διατήρησε την πειθαρχία της και κατευθύνθηκε με μηδαμινές απώλειες στα ελληνικά παράλια της Μικράς Ασίας. Ο κύριος λόγος της επιτυχίας της μεραρχίας ήταν η ειλικρίνεια που έδειξαν οι αξιωματικοί της απέναντι στους στρατιώτες για τις δυσκολίες της κατάστασης που αντιμετώπιζαν, γεγονός που επέδρασε σημαντικά στην ψυχολογία των στρατιωτών και τους συσπείρωσε. Εν τω μεταξύ η ελληνική ηγεσία βρισκόταν σε πλήρη άγνοια της κατάστασης αφού την ίδια στιγμή ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Χατζανέστης βρισκόταν στην Αθήνα και κατέστρωνε σχέδιο κατάληψης της Κωνσταντινούπολης!

Σφαγές από την πλευρά Τούρκων

   Η απόβαση στη Σμύρνη ήταν η αρχή της ελληνικής τραγωδίας με αποτέλεσμα : 25.000 νεκροί και τραυματίες στρατιώτες. Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους και να έρθουν σαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς.

   Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Αδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της περιοχής που κυριαρχούσε οικονομικά, είχε δε καταφέρει να διατηρήσει την πολιτιστική του κληρονομιά παρ' ότι αποτελούσε μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον.

Ιστορικά γεγονότα με εικόνες

Μικρασιατική καταστροφή

ΧΑΡΤΕΣ ΧΩΡΙΟΥ...


Ευχαριστώ!

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τη διαδικτυακή πύλη πολιτισμού και τουρισμού Δήμου Κάστρου-Κυλλήνης, τα Σύγχρονα Εκπαιδευτήρια Μάνεση, το λαογραφικό μουσείο Μέλπως Μερλιέ, την ιστοσελίδα "iliablogs" ,τους Νίκο Ξανθό και Αντώνη Σοφιανό και την ομάδα "Κάτω Παναγιά Ν.Ηλείας" της ιστοσελίδας κοινωνικής δικτύωσης facebook για την βοήθειά τους στη συλλογή υλικού και πληροφοριών.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ "Νew York Times" ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΩ ΠΑΝΑΓΙΑ!

”The Shining Star of the Asia Minor Coast; the Town of Kato Panagia”

Kato Panagia is on the coast recently cited by the “New York Times”, as a version of “St. Tropez”. It was located southeast of Tsesme, and bathed by the waters of the Aegean. The name, “Kato Panagia” finds its genesis in the fact that, in the distant past there was a small church dedicated to the Virgin Mary in the village. Many centuries later in 1950, attempts were made to build a marble iconostasion. Sadly, the majestic improvements were left to atrophy with a now diminished Greek Orthodox population. Today, the only surviving remnant is a blue and white mosaic walkway, with the dates, “1856-1895″ remaining as part of the original design. A short walk away from this church is the St. John’s Cemetery, with a chapel ensconsed in one corner of the cemetery. Steady growth in the spiritual life of the Greek Orthodox faithful flourished, and in 1864, St. Dimitrios was built, followed by St. Nicholas in 1883. Education was paramount to the inhabitants of Kato Panagia, with the equivalent to college-prep schools built in 1831, followed by one in 1863. The “Kato Panagoussi” prided themselves on establishing the highest standards of literacy, for both boys and girls to succeed.

Europe was fortunate to receive rich embroideries and fabrics, which were exported from Kato Panagia. It was said that the women of Kato Panagia started the fashion trends that were subsequently copied by the women of Paris and Athens. These women were the grand designers, and the fabrics woven an embroidered in Kato Panagia was responsible for setting off all the other classical fashions throughout the European nations.

The “Kato Panagioussi” were a resilient people; they remarkably rebuilt the entire town in one year’s time, after an earthquake damaged the churches, schools, and homes. One can make an analogy that Kato Panagia was a microcosm of our beloved New York City. By 1922, the inhabitants of Kato Panagia had grown to 7,500. It is now 84 years later; Kato Panagia is called Ciftlik. It produced phenomenal families, who are the cornerstones of their faith and their culture; among these families from all across our great nation are: Gardner, Andrews, Lainis, Lazaridis, Harris, Fourmas, Janus, Kontras, Saviolis, Stathis, Kehayas, Miniotis, Morakis, Markotsis, Payiavlas.

Beloved be the memories of the forefathers of all the Asia Minor Hellenes’; they are the true heroes…

μετάφραση κειμένου από katw_panagia's blogger:

"Λάμψη αστεριού στα παράλια Μικράς Ασίας, η πόλη της Κάτω Παναγιάς"

Η Κάτω Παναγιά βρίσκεται στα παράλια της Μικράς Ασίας, τα οποία η «New York Times» τα αποκαλεί ως, η νέα εκδοχή του "St. Tropez ". H Κάτω Παναγιά βρισκόταν νοτιοανατολικά του Τσεσμέ, και βρεχόταν από τα νερά του Αιγαίου. Το όνομα, "Κάτω Παναγιά" βρίσκει τις ρίζες της στο γεγονός ότι, στο παρελθόν, υπήρχε μια μικρή εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία. Πολλούς αιώνες αργότερα, το 1950, είχαν γίνει προσπάθειες να οικοδομηθεί ενα εκκλησάκι από μάρμαρο. Δυστυχώς, αυτή η μαγευτική οικοδόμηση έλαβε τέλος πριν ολοκληρωθεί λόγω του μειωμένου πλέον ελληνικού ορθόδοξου πληθυσμού. Σήμερα, το μόνο επιζών υπόλοιπό του είναι ένας διάδρομος στα χρώματα του μλπε και του άσπρου, με τις αναγραφόμενες ημερομηνίες, «1856-1895» ,αποτελεί το μόνο μέρος του αρχικού σχεδιασμού. Σε μικρή απόσταση από την εκκλησία είναι το νεκροταφείο του Αγίου Ιωάννη, με ένα παρεκκλήσι σε μια γωνιά του νεκροταφείου. Η συνεχής και σταθερή αύξηση της πνευματικής ζωής των Ελλήνων ορθοδόξων είχε ως αποτέλεσμα , την δημιουργία του ναού Αγίου Δημητρίου το 1864, και αργότερα την δημιουργία του Αγίου Νικολάου το 1883. Η εκπαίδευση είχε πρωταρχική σημασία για τους κατοίκους της Κάτω Παναγιάς, το 1831 χτίστηκε το αντίστοιχο σημερινό κολλέγιο και αργοτερα, το 1863 άλλο ένα. Οι "Κάτω Παναγιούσηδες» ήταν υπερήφανοι σχετικά με τη θέσπιση των υψηλότερων προτύπων παιδείας που είχαν πετύχει, τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια.

Η Ευρώπη είχε την τύχη να λαμβάνει πλούσια κεντήματα και υφάσματα, τα οποία γίνονταν εξαγωγή από την Κάτω Παναγιά. Λέγεται ότι οι γυναίκες της Κάτω Παναγιάς πρωτοπορούσαν στη μόδα και αργότερα οι γυναίκες του Παρισιού και της Αθήνας αντέγραφαν αυτά τα πρότυπα. Αυτές οι γυναίκες ήταν μεγάλοι σχεδιαστές,τα υφάσματα και τα κεντήματα που παρασκευάζονταν στην Κάτω Παναγιά τις καθιστούσαν υπεύθυνες για τον καθορισμό της κλασικής μόδας σε όλα τα Ευρωπαϊκή έθνη.

Οι "Κάτω Παναγιούσηδες" ήταν ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι, που ανοικοδόμησαν εντυπωσιακά όλη την πόλη σε ένα μόνο έτος, μετά από ένα σεισμό που κατέστρεψε τις εκκλησίες,τα σχολεία και τα σπίτια. Κάποιος μπορεί να κάνει μια αναλογία της Κάτω Παναγιάς ως μικρογραφία της αγαπημένης μας Νέας Υόρκης. Μέχρι το 1922, οι κάτοικοι της Κάτω Παναγιάς είχαν αυξηθεί σε 7.500 κατοίκους. Είναι πλέον 84 χρόνια αργότερα, η Κάτω Παναγιά ονομάζεται Ciftlik. Κατοικούσαν πρωτοφανής οικογένειες, που αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους της πίστης και του πολιτισμού των Ελλήνων. Μεταξύ αυτών των οικογενειών είναι οι εξής: Gardner, Ανδρέου, Λαϊνης, Λαζαρίδης, Χάρης, Φούρμας, Ιανός, Κόντρας, Σαβιόλης, Στάθης, Κεχαγιάς, Μηνιώτης , Μωράκη, Μαρκότσης, Παγιαβλάς.

Αγαπημένες είναι οι μνήμες των προγόνων όλων των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, όλοι αυτοί είναι αληθινοί ήρωες ...