Η Kυρία Γεωργία αφηγείται:
"Ήμουν μικρή όταν ήρθα εδώ,δεν θυμάμαι τι γινόταν στην πατρίδα (Μικρά Ασία) θυμάμαι όμως ότι τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ δεν έκλεινε η εκκλησιά καθόλου. Εμείς πάντα τους νεκρούς τους λέγαμε μοιρολόγια και τους ξημερώναμε μέσα στα σπίτια τους και επειδή Μεγάλη Πέμπτη ο Χριστός είναι νεκρός, τον ξημερώνουμε. Ήταν ένα έθιμο που κρατήσαμε από την πατρίδα. Όλες οι μεγάλες γυναίκες οι πατριώτισσες λέγανε το μοιρολόι. Κάθε χρόνο το κάνουμε και πηγαίνω κι εγώ. Δεν σου ’ρχεται να πέσεις να κοιμηθείς όταν νιώθεις μια εκκλησία και γειτόνισσα μάλιστα να ’ναι ανοιχτή, όταν νιώθεις το Χριστό σταυρωμένο και να κάθονται όλοι να λένε. Εμείς έτσι το βρήκαμε και το τηρούμε. Μένει ως το πρωί η εκκλησιά ανοιχτή και λέμε το μοιρολόι που μάθαμε από τις γιαγιάδες μας.
«...Γιε μου και πού ‘ν’ τα κάλλη σου και πού ειν’ η ομορφιά σου, πού ’ναι τα μάτια τα γλυκά που έβλεπα εμπρός μου……και τώρα, γιε μου, σ’ έχασα που ’γινες παλικάρι πού σ’ έχανα, πού σ’ έβρισκα, μέσα στις μαντζουράνεςκαι τώρα, γιε μου, σ’ έβρισκα μέσα σε δυο ληστάδες...»
Εμείς όλα μας τα έθιμα τα φέραμε εδώ.Όλη τη Σαρακοστή οι γιαγιάδες καθόταν μέσα στο σπίτι και λέγανε αυτό το μοιρολόι,εκείνο τον καιρό γυρίζαμε παιδάκια και μαζεύαμε βιολίτσες, λουλουδάκια, περνούσαμε σε κλωστίτσες πασχαλιές και ήμαστε όλες οι προσφυγίτσες κοπελίτσες και στολίζαμε τον Επιτάφιο και γινόταν ένας Επιτάφιος τέλειος. Τώρα όλη τη νύχτα τον στολίζουνε και το πρωί είναι έτοιμος."


Μαρτυρία μοναχής μικρασιάτισσας από την Κάτω Παναγιά:
“Όταν είδαμε τους Τούρκους λωλαθήκαμε. Αυτοί μας φωνάζανε: να πάτε στον Κωνσταντή σας (Βασιλειά).
Τότε ούτε μας σφάζανε, ούτε μας χτυπούσαν. Μόνο μας διώχτανε και έτσι πήγαμε στη Χίο. Αφήκαμε τις περιουσίες μας, τα χώματά μας, πήραμε ένα μπογαλάκι κι εφύγαμε.
Στο 1919 έγινε ο πόλεμος της Μικράς Ασίας και μας επιτρέψανε να γυρίσουμε πίσω στα σπίτια μας. Δεν τα είχανε πειράξει ούτε τα είχανε λεηλατήσει. Ο πόλεμος συνεχιζόταν.
Στο 1922 μας διώξανε από τον τόπο μας, τότε κσφάζανε,καίγανε, χτυπούσανε, παίρνανε κορίτσια. Μέσα στην Κάτω Πανγιά έσφαξαν 800 άτομα. Τους άντρες τους πήρανε αιχμαλώτους στα βάθη της Ανατολής και τα γυναικόπαιδα τα στέλνανε στη Χίο. Μεγάλη κατααστροφή, φοβερός πόνος που χαράκτηκε στις ψυχές μας. Τρεις ιερείς, πρόσκοποι, δάσκαλοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Και ο Τούρκος κάλπαζε ανεμίζοντας τη χαντζάρα του και στο πέρασμά του δεν άφηνε όρθιο κεφάλι χριστιανικό.
Φύγανε και πήγανε στη Χίο. Διαφύγανε με καϊκια. Ήταν πολλά άτομα. Όσους χωρούσαν τα καϊκια τους βάζανε μέσα. Περάσαν πολύ δύσκολη ζωή, γιατί όπου πήγαιναν τους διώχνανε, τους έλεγαν "Τουρκοσπορίτες...να βούλιαζε το καράβι που σας έφερνε"
Πηγαίνανε στη Χίο τους στέλνανε Μυτιλήνη, πηγαίνανε εκεί τους στέλνανε Πειραιά. Τα παιδιά πεθαίνανε στο δρόμο από την πείνα. Ο κόσμος διασκορπίστηκε, όπου μπορούσε ο καθένας. Έτσι φτιάξανε χωριά χωρίς τη βοήθεια των υπόλοιπων Ελλήνων.
Ο καθένας πήρε τον δρόμο του.
Άλλοι μείνανε στη κοντινή Χίο και εγκαταστάθηκαν οριστικά σ΄αυτήν και την είπαν δεύτερη πατρίδα. Άλλοι πήγαν στην Αθήνα και στον Πειραιά και λίγοι στην υπόλοιπη χώρα. Όσοι ήξεραν να καλλιεργούν τη γη τους δόθηκε κλήρος στο βορειοδυτικό άκρο της Πελοποννήσου, στην Κυλλήνη
Εκεί δημιουργήθηκε μια μικρή αγροτική κοινώτητα με το όνομα Κάτω Παναγιά Ηλείας.
Μαζί τους οι πρόσφυγες φέρανε ό,τι μπορούσαν από τον τόπο τους και κυρίως τη θρησκεία τους, τα ήθη τους και τα έθιμά τους, τον πολιτισμό τους.Οι ντόπιοι ήταν πιο καθυστερημένοι κοινωνικά, γι΄αυτό και ξενίζονταν μερικές φορές από αυτά που για πρώτη φορά έβλεπαν στους νιόφερτους. Για παράγειγμα των Φώτων, όταν οι πρόσφυγες να ρίξουν το σταυρό στη θάλασσα με τα λάβαρα, παραξενεμένοι τους φώναζαν "Τουρκλάδες τί είναι αυτά που κρατάτε;"
Οι αναμνήσεις, μας ηκαίγανε, όπως καταστράφηκε η Σμύρνη. Μέχρι τώρα μας μείνανε έντονες και για τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς μας επώδυνες. Ελπίδα επιστροφής δεν υπήρχε. Όταν έιδαμε εκείνο το σφαγμό κι εκείνη την καταστροφή ηχωνέψαμε ότι χάσαμε πατρίδα, σπίτια, ζωές.
Αρχινήσαμε λοιπόν να βλέπουμε μπροστά, και να προσπαθούμε να επιβιώσουμε. Και τώρα που επιτρέπουνε να πηγαίνουμε στην Τουρκία, πααίνουμε και βλέπουμε τα σπίτια μας και είναι η γης χώμα. Τίποτα δεν υπάρχει...
-Γιατί να καταστρέψουνε τα πάντα;
-Αφου θα απομείνουνε δικά τους, γιατί να τα κάψουνε;
-Γιατί να ρίξουνε τις εκκλησίες;
-Τόσο όμορφα έπιπλα γιατί να καταστραφούνε;
-Η εκκλησία μας δεν υπάρχει πουθενά. Την είχε χτίσει ο Χαλεπάς.”


Ο Γεώργιος Καμένος θυμάται:
"Όταν ήρθαμε από την Μ.Ασία βρήκαμε το μοναστήρι πολύ πλούσιο. Τα χτήματά του ήτανε ζηλευτά. Επειδή όταν ήρθαμε δεν είχε χτιστεί ακόμη προσφυγικός συνοικισμός πολλές οικογένειες μείνανε στην Κυλλήνη και εικοσιτέσσερις μαζί με την δικιά μου και του Παγιαυλά και των Μηνιωταίων μείναμε στο μοναστήρι. Εκεί βλέπαμε τις μεγάλες βαρέλες στα κελάρια, το ελαιοτριβείο τους σταύλους. Οι καλόγεροι και ο ηγούμενος Κύριλλος ήταν πολύ φιλόξενοι. Κάθε γιορτή, μέχρι που φύγαμε για το νέο χωριό, την Κάτω Παναγιά, σφάζανε ζωντανά και μας τα μοιράζανε."


Ο Περικλής Παπαχατζηδάκης μας περιγράφει το χωριό και την ιστορία του:
“Μια φορά κι ένα καιρό, είχαμε κι εμείς πατρίδα την Ιωνία κι ένα χωριό, ένα όμορφο χωριό, που το δρόσιζαν πνοές Μικρασιατικών βουνών και που το χαϊδεύανε τα γαλάζια κύματα του Αιγαίου. Ήταν χτισμένο, στο πιο δυτικό σημείο της Ασίας. Έτσι έγραφε μια μαρμαρένια πλάκα, χτισμένη στο εκκλησάκι του Χριστού στα Γκρεμνά, στον Άσπρο Κάβο:“Εδώ τελειώνει η Ασία κι απ’ εδώ αρχίζει η Ανατολή”...Το χωριό αυτό, είχε κάτι το ξεχωριστό: Σ’ όλα τα χρόνια της σκλαβιάς (Φράγκικης και Τούρκικης) έμεινε μόνο του κλεισμένο στον εαυτό του κι έτσι παρέμεινε γνήσιο ελληνικό και χριστιανικό, από τα βάθη των αιώνων. Οι μόνοι δυνάστες που έβλεπε το χωριό, ήταν οι φοροεισπράχτορες, ένας λιμενάρχης, ένας τελώνης, ένας αστυνομικός και καμιά δεκαριά υπάλληλοι. Όμως όλοι τους, κάθε βράδυ έφευγαν και πήγαιναν στη γειτονική παράλια πόλη που είχαν τα σπίτια τους...Στο αντίκρυ βουνό, το εκκλησάκι των Ταξιαρχών και παρακάτω το δροσερό νεράκι της πηγής. Πιο πέρα, η αμπέλα και το δασάκι, οι ελιές. Απ΄εδώ ξεκινά το χωριό. Σπίτια με αετώματα, με σταυρούς στις “στεωσιές” και μύτη-μύτη, μπουκάλια στερεωμένα με ασβέστη και γεμάτα αγιασμό. Προς τα ψηλώματα του χωριού ξεχωρίζει ένα μεγάλο κτίριο, η εκκλησία του χωριού, η Παναγία. Μια περίφημη τρίκλιτη βασιλική κι ένα καμπαναριό, από μίμηση του ίδιου της Αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη.Από την άλλη πλευρά, βρίσκουμε τους μύλους. Πέντε μαζεμένοι στη σειρά....”


Τα παιδιά του Αντώνη και της Κων/νας Πικριδά θυμούνται από τις αφηγήσεις του πατέρα τους:
“Είχαμε αμπέλια πολλά γύρω από το σπίτι. Είχαμε και συκιές. Πολλές συκιές. Ο παππούς σας ξέραινε τα σύκα και τα έβαζε σειρές-σειρές μέσα σε ένα βαρέλι. Κι εμείς μικρά, τότε, μπαίναμε μέσα στο βαρέλι και τρώγαμε τα σύκα...Πηδούσε μέσα ο Αλέκος, ο μικρότερος αδελφός μου. Δύο έτρωγε, ένα μου πέταγε έξω κι εμένα.” “Αυτά διηγόταν ο πατέρας μου και τα μάτια του έλαμπαν από νοσταλγία καθώς αναπολούσε εκείνα τα ευτυχισμένα χρόνια.” [...] “Κι ήρθε εκείνη η μαύρη μέρα, του ξεριζωμού. Ήταν όλοι μαζεμένοι στην εκκλησιά της Κάτω Παναγιάς. Οι Τούρκοι φώναξαν να βγούν τα γυναικόπαιδα. Βγήκε και η γιαγιά με οκτώ παιδιά. Ο παππούς έμεινε πίσω με τους άλλους άνδρες. Φτάσαμε στο λιμάνι. Έτρεχαν όλοι στα καίκια. Μπήκε και η μάνα ψάχνοντας τα παιδιά της, τη Γαρουφαλίτσα, τη Μαρία, τη Σταματία, το Γιώργο, τον Αλέκο. Ήμουν τότε 15 χρονών, μα ήμουν μικροκαμωμένος. Με σήκωσε ο Τούρκος ψηλά, με κοίταξε καλά κι ύστερα μου ‘δωσε μία και με πέταξε δίπλα στη μάνα, στο καίκι. Δεν του γέμισα το μάτι για 15άρης αλλιώς θα με κράταγε και μένα με τους “άντρες”. Εκείνους δεν τους είδε ποτέ κανείς πια. Μόνο τη φωτιά είδαν και τους καπνούς από την εκκλησία που καιγόταν. Έτσι, βρέθηκα στην Αθήνα 15 χρονών προστάτης μιας ολόκληρης οικογένειας.” Αναθυμάται ο πατέρας και ένα δάκρυ κυλά.”


Ο Κωνσταντίνος Σκορδαλιός αφηγείται:
"Ήρθαμε εδώ μερικά χρόνια μετα το 22. Αφού μείναμε λίγο στη Χίο η κυβέρνηση μας έστειλε σ'αυτήν την περιοχή. Τότε, το μοναστήρι της Βλαχέρενας ήταν ακόμα στα πλούτη του. Είχε όλα τα χωράφια από το Νεοχώρι ως τα ντόπια χτήματα των Κυλληναίων. Είχε σταύλους του γύρω στα 100 αγελάδια, 300 πρόβατα και άλλα τόσα γίδια. Είχε περιβόλι,λιοστάσια, απ'όπου έβγαζε κάπου 500 οκάδες λάδι. Είχε ελαιοτριβείο μέσα στην αυλή του,όπως μπαίνουμε δεξιά. Το εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου, στην παραλία του Νεοχωρίου είναι μετόχη της Μονής. Εδω πιο πάνω απ'το χωριό, στην περιοχή "Μπουνάρι" είναι μια πηγή τώρα στερεμένη. Εκεί είχαν τις μεγάλες ποτίστρες για τα ζωντανά. Το κράτος τότε απαλλοτρίωσε τα περισσότερα χτήματα και τα μοίρασε σε εμάς τους πρόσφυγες."


Η Φιλιώ Χαϊδεμένου που έχει ζήσει έναν ολόκληρο αιώνα υποστηρίζει οτι:
“ Η Μικρασιατική καταστροφή δεν είναι η μεγαλύτερη του αιώνα μας, αλλά η μεγαλύτερη των αιώνων, διότι τέτοια καταστροφή, μαζική σφαγή, φωτιά και καταστροφή, εγώ τουλάχιστον που διάβαζα από παιδί και παρακολουθούσα, δεν έχει γίνει. Έχουν γίνει πολλές καταστροφές στους αιώνες, όμως τόσο μαζική καταστροφή, πολλών ατόμων μαζί, δεν έχει γίνει, ούτε και με τέτοιο τρόπο που έγινε η καταστροφή αυτή η δική μας, η μικρασιατική καταστροφή.“

Σμύρνη, λίγες ώρες πριν την καταστροφή: 
«Τώρα τι 'τανε αυτό π' αντίκριζα; Μια νεκρή πολιτεία. Τα μαγαζιά και τα κέντρα κλειδωμένα με διπλό λουκέτο. Τα σπίτια βουβά σαν ακατοίκητα. Γέλιο δεν άκουγες, παιδί δεν έβλεπες να παίζει στο δρόμο. Καραβάνια θλιβερά σερνόντανε στα σοκάκια σαν μια σειρά κάμπιες. Κορμιά κυρτωμένα, πρόσωπα χολιασμένα χαλκοπράσινα, χείλη ξερά, ασπρισμένα. Ήτανε οι πρόσφυγες που φτάνανε απ' το εσωτερικό. Σέρνανε μαζί με τους μπόγους, τσομπλέκια, μπαούλα, κονίσματα, φορεία μ' αρρώστους, κατσίκες, κότες, σκύλους. Οι εκκλησίες, οι στρατώνες, τα σκολειά, οι αποθήκες, οι φάμπρικες, όλα γέμισαν πρόσφυγες, βελόνι να 'ριχνες δε θα ‘πεφτε.»«Το άλλο πρωί μας ξυπνήσανε χλιμιντρίσματα και καλπασμός αλόγων. Πεταχτήκαμε μεμιάς ορθοί κι ανοίξαμε τα μάτια μας. Το τουρκικό ιππικό περνούσε καμαρωτό από την παραλία. Κανείς δεν έβγαλε τσιμουδιά. Και τα μωρά κερώσανε. Μόνο μια πολύ ψιλή παιδική φωνούλα ρώτηξε:
-Τι θα μας κάνουνε οι Τούρκοι;
Τι. θα μας κάνουνε: Αυτή 'ταν ολουνών η αγωνία, μα κανείς δεν την ξεστόμιζε. [...] Σε λίγο ακούστηκε τελάλης.
-Μπρε σεις τι λέει;
-Λέει, να βγει ο κόσμος και να πάει στις δουλειές του δίχως να φοβάται, κανένας δε θα κακοπάθει...
Ξάφνου, μέσα στη γενική χαρά, ακούστηκε μια φωνή κι ύστερα πολλές μαζί:
-Φωτιά!
-Φωτιά!
-Βαλαν φωτιά στη Σμύρνη!
Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό, χοροπηδηχτές.[...] Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύννεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το 'να με τ' άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνησε να τρέχει απ' όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
-Σφαγή! Σφαγή!
-Παναγιά, βοήθα!
-Προφτάστε
-Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε· να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
-Τούρκοι!
-Τσέτες!
-Μας σφάζουνε!
-Έλεος!
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν να 'ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων'.[...]
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές [...]
Η φωτιά όλη τη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θρυμματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά, ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια, εργοστάσια, σκολειά. νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων, εξαφανίζουνται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.
-Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας!
-Γκρέμισε η Σμύρνη μας!
-Γκρέμισε η ζωή μας!»
Έτσι, η Σμύρνη καταστράφηκε και οι Έλληνες σφάχτηκαν από τους Τούρκους με την ανοχή των Μεγάλων Δυνάμεων, της Αντάντ, των συμμάχων της Ελλάδας... «Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι της Αντάντ ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ' αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!»
Την επόμενη μέρα τις μαούνες επισκέφθηκε ένας Άγγλος αξιωματικός. Υποσχέθηκε στους Έλληνες ότι θα τους βοηθήσει να φύγουν μακριά από τον τόπο της καταστροφής, να σωθούν... Παρά τις υποσχέσεις του, όμως το άλλο πρωί τούρκικα ρυμουλκά τράβηξαν τις μαούνες στη στεριά. Οι Έλληνες, οι οποίοι ακόμη περίμεναν τη βοήθεια των συμμάχων τους, φοβήθηκαν, τρομοκρατήθηκαν, πανικοβλήθηκαν... «Οι μάνες ψάχνανε για τα παιδιά τους, τ' αγκαλιάζανε και σπαράζανε. Τα παιδιά λες και τα 'πιασε παροξυσμός. Τρέμανε, τσιρίζανε. Οι άντρες τρέχανε άσκοπα εδώ κι εκεί. Λύνανε και δένανε μπόγους, πασχίζανε να σκεφτούνε.
-Μας προδώσανε!
-Μας ξεπουλήσανε!
-Π' ανάθεμα τους!
-Ναύαρχε! Τι κάνεις;
-Ναύαρχε! Σώσε μας!
-Για όνομα του Χριστού! Μη μας αφήστε! Έχουμε μωρά μαζί μας! Έχουμε γερόντους, κορίτσια!
-Είστε υπεύθυνοι!
-Ναύαρχε! Ναύαρχεεεε!
Τα τούρκικα ρυμουλκά συνεχίζανε το δρόμο τους. Τότε, μέσα στον πανικό που ξέσπασε, χιλιάδες άνθρωποι πέσανε στη θάλασσα κοπαδιαστά! Μαύρισε το νερό. [...]
Τρία μερόνυχτα μας κρατήσανε οι Τούρκοι στις μαούνες και τα τρία μερόνυχτα δε σταματήσαμε να παίζουμε με το θάνατο ένα φοβερό κρυφτούλι. [...]
Την τέταρτη ήρθε ένας αξιωματικός και είπε:
-Ν' αδειάστε τις μαούνες. Τραβάτε στη στεριά!
Τρέξαμε να φύγουμε. Πιστεύαμε πως κάθε μετακίνηση έκρυβε κάποιαν ελπίδα.
-Στο νεκροταφείο! Πάμε στο νεκροταφείο. Δεν πατούν εκεί Τούρκοι. Σκιάζονται!
Πήγαμε στο νεκροταφείο. Ούτε σπιθαμή να σταθείς. Είχανε προλάβει άλλοι, πριν από μας, και πήρανε την πρωτοκαθεδρία. [...]
-Δεν είναι τόπος να σταθούμε, έκανε η αδερφή μου κι όλοι συμφωνήσαμε.[···] Φύγαμε. Ψάχναμε σ' όλη την Πούντα να βρούμε μια γωνιά να σταθούμε.
Όπου κι αν μπαίναμε, σε σκολειά, εκκλησιές, εργοστάσια, αποθήκες, όξω στους ανοιχτούς ταρλάδες, παντού, χιλιάδες πρόσφυγες περιμένανε να δούνε τι θ' απογίνουνε. [...]
Σ' ένα εργοστάσιο ανταμώσαμε πατριώτες και φίλους και μας κάνανε λίγη θέση ν' ακουμπήσουμε. Ήμασταν ψόφιοι. Είπαμε πως θα κοιμηθούμε και δε θα ξυπνήσουμε. Όμως μόλις ξαπλώσαμε το 'μάτι στυλώθηκε. Τα ντουβάρια των καμένων σπιτιών κατρακυλούσανε μέσα στη νύχτα. Τουφεκιές κι ομοβροντίες κάθε λίγο και λιγάκι γαζώνανε τη σιωπή...
-Αυτές εδώ είναι εκτελέσεις! Μας εξηγούσανε οι παλιοί και τρέμανε. [...]
Το πρωί μπήκανε στρατιώτες στο εργοστάσιο. Πιάσανε τους άντρες. Διαταγή, λέει, του Νουρεντίν πασά: Όλοι οι άντρες από 18χρονώ μέχρι 45, θα μείνουνε αιχμάλωτοι, να ξαναχτίσουνε ό,τι χαλάσανε! Οι άλλες ηλικίες καθώς και τα γυναικόπαιδα θα φύγουνε με τα βαπόρια.»
Ο αφηγητής έμεινε αιχμάλωτος μόνο για λίγες ημέρες. Στάθηκε τυχερός και κατάφερε να αποδράσει. Για τους περισσότερους όμως αιχμαλώτους τότε ξεκινούσε μία μακριά, βασανιστική πορεία στα βάθη της Ασίας.
Στο βαπόρι, που τον οδηγούσε προς την σωτηρία, ο αφηγητής σκέφτεται ακόμη την πατρίδα του. «Καρσί, στα μικρασιάτικα παράλια, αναβοσβήνουνε φωτάκια, αναβοσβήνουνε μάτια. Καρσί, αφήσαμε συγυρισμένα σπίτια, κλειδωμένες σερμαγιές, στεφάνια στο κονοστάσι. προγόνους στα κοιμητήρια. Αφήσαμε παιδιά και γονιούς κι αδέρφια. Νεκροί άταφοι. Ζωντανοί δίχως σπίτια. Βρικολακιασμένα όνειρα. Εκεί. Καρσί ήταν ίσαμε χθες η πατρίδα μας![... ]
Τι με κοιτάς έτσι άγρια αντάρτη του Κιόρ Μεμέτ; Εγώ σε σκότωσα και κλαίω γι αυτό. Λογάριασε τι μου 'φαγες εσύ! Αδέρφια, φίλους, πατριώτες, τα Αμελέ Ταμπούρια, ολόκληρη σφαγμένη γενιά!
Τόσα φαρμάκια, τόση συφορά κι εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να 'ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε, και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες...
Αντάρτη του Κιόρ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελαμ σοϊλέ... Ας μη μας κρατάει κακία που την ποτίσαμε μ' αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!»

Η Φιλιώ Χαϊδεμένου θυμάται το διωγμό:
“... να έρθεις κυνηγημένος, να σου λείπει ο πατέρας σου, να δεις του αδερφού σου το σφάξιμο, να δεις της κόρης σου, εμπρός στα μάτια σου, να βιάζουν το παιδί σου. Όλα αυτά είναι πράγματα που δεν φεύγουν ποτέ απ' το μυαλό σου. Να δεις να πνίγουν παιδί για να μην κλάψει και μαρτυρήσει αυτούς που ήταν κλεισμένοι, κάπου 2000 άνθρωποι μέσα σε ένα σπίτι. Και να δεις την μάνα του την άλλη μέρα το πρωί να το κρατά στο χέρι πεθαμένο και να της λες: "πάμε", αυτή να κρατά το παιδί. Και να της λένε ότι βάλανε φωτιά από τη μια και από την άλλη οι Τούρκοι και ότι πρέπει να φύγουμε. Και φεύγαμε. Και αυτή να κρατά το παιδί της και να κλαίει. Και της λέει μια άλλη όπως φεύγαμε και έσπρωχνε ο ένας τον άλλο: "Άντε, πάμε, πάμε". "Τι να την κάνω τη ζωή"; λέει αυτή. "Τον άντρα μου τον σκοτώσανε. Ένα χρόνο είχα παντρεμένη. Τον άντρα μου τον σκοτώσανε. Το παιδί μου το πνίξανε. Εγώ τι θα κάνω μόνη μου στη ζωή; Όχι, θα μείνω εδώ".Και βέβαια την πήρανε οι άλλες, την τραβήξανε έξω.
Έπειτα όταν έγινε η καταστροφή όλα τα γυναικόπαιδα από την Ανατολή κατέβηκαν στα Μικρασιατικά παράλια, και ιδίως στην Σμύρνη. Κατέβαιναν, γιατί ήλπιζαν ότι οι ξένοι που είχαν τα Προξενεία τους θα τους προστάτευαν και η Σμύρνη είχε γεμίσει γυναικόπαιδα. Διοικητής στην Σμύρνη - Αρμοστής - ήταν ο Στεργιάδης, ένα κτήνος όχι άνθρωπος, ο οποίος ήταν και επί Βενιζέλου και επί Γούναρη. Όταν λοιπόν γίνηκε η καταστροφή κι άρχισε η υποχώρηση από πάνω και η σφαγή, τότε σηκώθηκε ο Μητροπολίτης με τους προύχοντες και πήγανε στον Στεργιάδη και τον ρώτησαν γιατί δεν επέτρεπαν να φύγει κανένας Μικρασιάτης. Έπρεπε να έχεις διαβατήριο για να έρθεις στην Ελλάδα. Όσοι είχαν καΐκια και έβλεπαν την ανακατωσούρα, όσοι μπορούσαν φεύγανε κρυφά όπου μπορούσαν. Αλλά επίσημα απαγορευόταν. Πήγε στο Στεργιάδη ο Δεσπότης και του είπε: "Δώσε μια διαταγή, άφησε ελεύθερα να διώξουμε τα γυναικόπαιδα γιατί οι Τσέτες θα τα κατασφάξουν εδώ, θα κατασφαγούν". Και λέει ο Στεργιάδης: "θα τηλεγραφήσω στην κυβέρνηση μου και θα σας δώσω την απάντηση". Και έγραψε στο Γούναρη και απαντάει ο Γούναρης: "Προτιμώ να πέσει και το τελευταίο κεφάλι των Μικρασιατών στη Μικρά Ασία και όχι να μου στείλεις την αναρχία". Λοιπόν, κι έγινε η σφαγή, κοίτα να δεις κι εκεί το λάθος. Πλην της αναρχίας δηλαδή. Κοίτα όμως να δεις το λάθος. Εδώ στην Ελλάδα ήρθαν μόνο γυναικόπαιδα, εκατό φορές ψαγμένα, στα ποδογύρια τους, τους κότσους τους, από τους Τούρκους για λεφτά. Οι Τσέτες γύρευαν χρήματα για να τα πάρουν. Με όλα αυτά, ό,τι γλιτώσανε, με εκείνα δημιουργήθηκε εκείνη η πρώτη κατάσταση κι έγινε ύστερα η Ελλάδα και πήρε γραμμή. Σκέψου εάν έφερναν την κινητή περιουσία που κρατούσαν επάνω τους στην Ελλάδα, τι θα δημιουργούσαν ακόμη! “

Η Φιλιώ Χαϊδεμένου:
”Η Μικρά Ασία θα επανέλθει στους Έλληνες, όχι στα χέρια των Ελλήνων, σαν Ελλάδα με κατάκτηση. Θα έρθουν τα πράγματα έτσι, γιατί άκουσε, 80 χρόνια γιορτάζουμε που φύγαμε από εκεί. Πήγαινε στην Τουρκία να δεις... Οι Τούρκοι, τα δάχτυλα των ποδιών τους είναι έξω από τα παπούτσια, έχει φτώχεια, ρημαδιό, δεν δουλεύουν οι Τούρκοι. Αυτό εκεί όλο, ό,τι είναι στη Μικρά Ασία, μένει εκεί ακατέργαστο... Ο Κεμάλ βασίστηκε στους Τούρκους γιατί κι αυτός δεν θα έκανε αυτό που έκανε. Αλλά οι Τούρκοι το έχουν στο αίμα τους, δεν δούλευαν και ο Κεμάλ φαντάστηκε ότι “τόσος κόσμος είναι εκεί, θα φύγουν οι Έλληνες στην καταστροφή, θα κυριαρχήσω και θα δουλέψουν οι Τούρκοι. Όπως δουλεύουν οι Έλληνες θα δουλέψουν κι οι Τούρκοι, θα γίνεται η παραγωγή και αυτά που κερδίζουν οι Χριστιανοί θα τα κερδίσουν οι Τούρκοι και η Τουρκία θα γίνει άλλη τόση”. Όμως οι Τούρκοι το έχουν στο αίμα τους, δε δουλεύουν. Στην αρχή ο Κεμάλ πήγαινε στα καφενεία, έβαζε τους χωροφύλακες και πήγαιναν στα καφενεία που κάθονταν οι Τούρκοι κουρελιασμένοι και ρημαγμένοι. Τους έλεγε "πρέπει να δουλέψετε". Αυτοί όλο στα καφενεία. Έβαζε τους χωροφύλακες και πήγαιναν στα καφενεία... Αυτά μου τα έχουν πει οι ίδιοι οι Τούρκοι, γιατί εγώ πηγαίνοντας εκεί συζητούσα μαζί τους. Να, τώρα, με έχει καλέσει ο Δήμαρχος των Βουρλών και του έστειλα ένα ποίημα προχθές. Πήγαιναν λοιπόν μέσα στα μαγαζιά και κλωτσούσαν τους αργιλέδες οι Τούρκοι χωροφύλακες και βγάζανε τους Τούρκους έξω και έλεγαν στον καφετζή να κλείσει για να πάνε να δουλέψουν. Και δεν πήγαιναν. Αναγκάστηκε - αυτό μου το είπε Τούρκος χότζας - αναγκάστηκε να κρεμάσει στην πλατεία του χωριού έναν Τούρκο για παραδειγματισμό, για να δουλέψουν οι άλλοι... Και δεν το πέτυχε. Πήγα στο κτήμα μας και είδα πόσο ήταν το χορταράκι.”